μίσημα: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=misima | |Transliteration C=misima | ||
|Beta Code=mi/shma | |Beta Code=mi/shma | ||
|Definition=ατος, τό, [[object of hate]], of persons, ὦ δύσθεον μ. | |Definition=-ατος, τό, [[object of hate]], of persons, ὦ δύσθεον μ. S.''El.''289: c. gen. pers., σωφρόνων μισήματα A. ''Th.''186; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων Id.''Eu.''73: c. dat., μ. πᾶσιν E.''Hipp.''407. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />objet de haine.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />[[objet de haine]].<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>das [[Gehaßte]], der [[Gegenstand]] des Hasses</i>; Soph. <i>El</i>. 281 nennt Klytämnestra die Electra so; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ [[θεῶν]] Ὀλυμπίων, Aesch. <i>Eum</i>. 73; <i>Spt</i>. 168; πᾶσιν [[μίσημα]], Eur. <i>Hipp</i>. 407. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μίσημα:''' ατος (ῑ) τό предмет ненависти или отвращения (δύσθεον Soph.; τινος Aesch. и τινι Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μίσημα]], τὸ (Α) [[μισώ]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[αντικείμενο]] μίσους (α. «[[μίσημα]] | |mltxt=[[μίσημα]], τὸ (Α) [[μισώ]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[αντικείμενο]] μίσους (α. «[[μίσημα]] πᾶσιν», <b>Ευρ.</b><br />β. «σωφρόνων μισήματα», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μίσημα:''' [ῑ], -ατος, τό, [[αντικείμενο]] μίσους, λέγεται για πρόσωπα, [[μίσημα]] [[ἀνδρῶν]] καὶ [[θεῶν]], σε Αισχύλ.· με δοτ., [[μίσημα]] πᾶσιν, σε Ευρ. | |lsmtext='''μίσημα:''' [ῑ], -ατος, τό, [[αντικείμενο]] μίσους, λέγεται για πρόσωπα, [[μίσημα]] [[ἀνδρῶν]] καὶ [[θεῶν]], σε Αισχύλ.· με δοτ., [[μίσημα]] πᾶσιν, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, object of hate, of persons, ὦ δύσθεον μ. S.El.289: c. gen. pers., σωφρόνων μισήματα A. Th.186; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων Id.Eu.73: c. dat., μ. πᾶσιν E.Hipp.407.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: μισέω.
German (Pape)
τό, das Gehaßte, der Gegenstand des Hasses; Soph. El. 281 nennt Klytämnestra die Electra so; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων, Aesch. Eum. 73; Spt. 168; πᾶσιν μίσημα, Eur. Hipp. 407.
Russian (Dvoretsky)
μίσημα: ατος (ῑ) τό предмет ненависти или отвращения (δύσθεον Soph.; τινος Aesch. и τινι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μίσημα: [ῑ], τό, ἀντικείμενον μίσους, ἐπὶ προσώπων, ὦ δύσθεον μ. Σοφ. Ἠλ. 289· μετὰ γεν. προσ., σωφρόνων μισήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 186· μισήματ’ ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 73· μετὰ δοτ., μ. πᾶσιν Εὐρ. Ἱππ. 407.
Greek Monolingual
μίσημα, τὸ (Α) μισώ
(για πρόσ.) αντικείμενο μίσους (α. «μίσημα πᾶσιν», Ευρ.
β. «σωφρόνων μισήματα», Ευρ.).
Greek Monotonic
μίσημα: [ῑ], -ατος, τό, αντικείμενο μίσους, λέγεται για πρόσωπα, μίσημα ἀνδρῶν καὶ θεῶν, σε Αισχύλ.· με δοτ., μίσημα πᾶσιν, σε Ευρ.
Middle Liddell
μῑ́σημα, ατος, τό, [from μῑσέω]
an object of hate, of persons, μ. ἀνδρῶν καὶ θεῶν Aesch.; c. dat., μ. πᾶσιν Eur.
English (Woodhouse)
object of abhorrence, object of detestation, object of execration, object of hatred, object of loathing