μηριαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=miriaios
|Transliteration C=miriaios
|Beta Code=mhriai=os
|Beta Code=mhriai=os
|Definition=α, ον, (μηρός) of or belonging to the [[thigh]], μυελός <span class="title">Hippiatr.</span> 12; [[ὀστᾶ]] Sch.<span class="bibl">Il.1.40</span>: Subst., <b class="b3">αἱ μ</b>. the [[thighs]], of the horse, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span> 11.4</span>; of the dog, <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyn.</span>4.1</span>.
|Definition=α, ον, ([[μηρός]]) of or belonging to the [[thigh]], μυελός ''Hippiatr.'' 12; [[ὀστᾶ]] Sch.Il.1.40: Subst., <b class="b3">αἱ μ.</b> the [[thighs]], of the horse, X.''Eq.'' 11.4; of the dog, Id.''Cyn.''4.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α μηριαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μηριαία [[αρτηρία]]»<br /><b>ανατ.</b> η βασική [[αρτηρία]] για την [[αιμάτωση]] τών στοιχείων του μηρού<br />β) «μηριαία [[φλέβα]]»<br /><b>ανατ.</b> το βασικό απαγωγό αιμοφόρο [[αγγείο]] του μηρού<br />γ) «μηριαίο [[οστό]]»<br /><b>ανατ.</b> το μεγαλύτερο [[οστό]] του ανθρώπινου σώματος, το οποίο αποτελεί τον [[σκελετό]] του μηρού<br />δ) «μηριαίοι μύες»<br /><b>ανατ.</b> οι μύες του μηρού, οι οποίοι διακρίνονται σε πρόσθιους και οπίσθιους<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ μηριαῖαι</i><br />(για [[άλογο]] και [[σκύλο]]) οι μηροί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>νωτ</i>-<i>ιαίος</i>)].
|mltxt=-α, -ο (Α μηριαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μηριαία [[αρτηρία]]»<br /><b>ανατ.</b> η βασική [[αρτηρία]] για την [[αιμάτωση]] τών στοιχείων του μηρού<br />β) «μηριαία [[φλέβα]]»<br /><b>ανατ.</b> το βασικό απαγωγό αιμοφόρο [[αγγείο]] του μηρού<br />γ) «μηριαίο [[οστό]]»<br /><b>ανατ.</b> το μεγαλύτερο [[οστό]] του ανθρώπινου σώματος, το οποίο αποτελεί τον [[σκελετό]] του μηρού<br />δ) «μηριαίοι μύες»<br /><b>ανατ.</b> οι μύες του μηρού, οι οποίοι διακρίνονται σε πρόσθιους και οπίσθιους<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ μηριαῖαι</i><br />(για [[άλογο]] και [[σκύλο]]) οι μηροί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[νωτιαίος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηριαῖος Medium diacritics: μηριαῖος Low diacritics: μηριαίος Capitals: ΜΗΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: mēriaîos Transliteration B: mēriaios Transliteration C: miriaios Beta Code: mhriai=os

English (LSJ)

α, ον, (μηρός) of or belonging to the thigh, μυελός Hippiatr. 12; ὀστᾶ Sch.Il.1.40: Subst., αἱ μ. the thighs, of the horse, X.Eq. 11.4; of the dog, Id.Cyn.4.1.

German (Pape)

[Seite 177] zu den Schenkeln gehörig, an den Schenkeln; ὀστᾶ, Schol. Il. 1, 40; Xen. Hipp. 11, 4; Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de la cuisse ; ἡ μηριαία cuisse d'un cheval ou d'un chien.
Étymologie: μηρός.

Greek (Liddell-Scott)

μηριαῖος: -α, -ον, (μηρὸς) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μηρόν, Λατ. femoralis, τὰ μ. ὀστᾶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 40· αἱ μηριαῖαι, οἱ μηροί, τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 11, 4· τοῦ κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α μηριαῖος, -α, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς
νεοελλ.
φρ. α) «μηριαία αρτηρία»
ανατ. η βασική αρτηρία για την αιμάτωση τών στοιχείων του μηρού
β) «μηριαία φλέβα»
ανατ. το βασικό απαγωγό αιμοφόρο αγγείο του μηρού
γ) «μηριαίο οστό»
ανατ. το μεγαλύτερο οστό του ανθρώπινου σώματος, το οποίο αποτελεί τον σκελετό του μηρού
δ) «μηριαίοι μύες»
ανατ. οι μύες του μηρού, οι οποίοι διακρίνονται σε πρόσθιους και οπίσθιους
αρχ.
(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ μηριαῖαι
(για άλογο και σκύλο) οι μηροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτιαίος)].

Greek Monotonic

μηριαῖος: -α, -ον (μηρός), αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον μηρό, Λατ. femoralis, αἱ μηριαῖοι, μηροί, μπούτια, σε Ξεν.

Middle Liddell

μηριαῖος, η, ον μηρός
of or belonging to the thigh, Lat. femoralis, αἱ μ. the thighs, Xen.