μυρμηκώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis.<br />'''Étymologie:''' [[μύρμηξ]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />[[qui ressemble à une fourmi]], [[de la nature des fourmis]].<br />'''Étymologie:''' [[μύρμηξ]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''μυρμηκώδης:''' [[напоминающий муравья]], [[муравьиный]] ([[φιλοπλουτία]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρμηκώδης]], -ῶδες (Α) [[μύρμηξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με [[μυρμήγκι]] («τὸ δ' ἐμφῡναι καὶ δακεῖν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.
|mltxt=[[μυρμηκώδης]], -ῶδες (Α) [[μύρμηξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με [[μυρμήγκι]] («τὸ δ' ἐμφῡναι καὶ δακεῖν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.
}}
{{elru
|elrutext='''μυρμηκώδης:''' [[напоминающий муравья]], [[муравьиный]] ([[φιλοπλουτία]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 18:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκώδης Medium diacritics: μυρμηκώδης Low diacritics: μυρμηκώδης Capitals: ΜΥΡΜΗΚΩΔΗΣ
Transliteration A: myrmēkṓdēs Transliteration B: myrmēkōdēs Transliteration C: myrmikodis Beta Code: murmhkw/dhs

English (LSJ)

ες, = μυρμηκοειδής, Plu.2.458c; φιλοπλουτία ib.525e.

German (Pape)

[Seite 220] ες, = μυρμηκοειδής, Plut. de coh. ira 10.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis.
Étymologie: μύρμηξ, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

μυρμηκώδης: напоминающий муравья, муравьиный (φιλοπλουτία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκώδης: -ες, = μυρμηκοειδής, Πλούτ. 2. 458C, 525E· ὡσαύτως πλήρης σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Μάρκελλ. Σιδήτης 97.

Greek Monolingual

μυρμηκώδης, -ῶδες (Α) μύρμηξ
1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με μυρμήγκι («τὸ δ' ἐμφῡναι καὶ δακεῖν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», Πλούτ.)
2. αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.