μετάχρονος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metachronos
|Transliteration C=metachronos
|Beta Code=meta/xronos
|Beta Code=meta/xronos
|Definition=ον, [[out of date]], [[anachronistic]], <b class="b3">πράγματα μ. [ὀρχεῖσθαι</b>] <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>80</span>.
|Definition=μετάχρονον, [[out of date]], [[anachronistic]], <b class="b3">πράγματα μ. [ὀρχεῖσθαι]</b> Luc.''Salt.''80.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />postérieur, tardif.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[χρόνος]].
|btext=ος, ον :<br />[[postérieur]], [[tardif]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[χρόνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετάχρονος:''' [[позднейший]], [[поздний]] (τὰ πράγματα μετάχρονα ἢ πρόχρονα Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετάχρονος:''' -ον, [[καθυστερημένος]], αυτός που συμβαίνει αργότερα, σε Λουκ.
|lsmtext='''μετάχρονος:''' -ον, [[καθυστερημένος]], αυτός που συμβαίνει αργότερα, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετάχρονος:''' [[позднейший]], [[поздний]] (τὰ πράγματα μετάχρονα ἢ πρόχρονα Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μετά]]-χρονος, ον<br />[[after]] the [[time]], done [[later]], Luc.
|mdlsjtxt=[[μετά]]-χρονος, ον<br />[[after]] the [[time]], done [[later]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάχρονος Medium diacritics: μετάχρονος Low diacritics: μετάχρονος Capitals: ΜΕΤΑΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: metáchronos Transliteration B: metachronos Transliteration C: metachronos Beta Code: meta/xronos

English (LSJ)

μετάχρονον, out of date, anachronistic, πράγματα μ. [ὀρχεῖσθαι] Luc.Salt.80.

German (Pape)

[Seite 157] nach der Zeit, später geschehen, Luc. salt. 80.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
postérieur, tardif.
Étymologie: μετά, χρόνος.

Russian (Dvoretsky)

μετάχρονος: позднейший, поздний (τὰ πράγματα μετάχρονα ἢ πρόχρονα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

μετάχρονος: -ον, ὁ μετὰ χρόνον, ὁ ἔπειτα γενόμενος, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.

Greek Monolingual

μετάχρονος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται καθυστερημένα, αναχρονιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + χρόνος.

Greek Monotonic

μετάχρονος: -ον, καθυστερημένος, αυτός που συμβαίνει αργότερα, σε Λουκ.

Middle Liddell

μετά-χρονος, ον
after the time, done later, Luc.