πολύκερως: Difference between revisions

From LSJ

τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ω, <i>dat.</i> ῳ, <i>acc.</i> ων;<br />de beaucoup de cornes : [[πολύκερως]] [[φόνος]] SOPH massacre d'une foule de bêtes à cornes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κέρας]].
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ω, <i>dat.</i> ῳ, <i>acc.</i> ων;<br />de beaucoup de cornes : [[πολύκερως]] [[φόνος]] SOPH massacre d'une foule de bêtes à cornes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κέρας]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκερως -ωτος &#91;[[πολύς]], [[κέρας]]] [[met veel horens]]:. ἔκειρε πολύκερων φόνον hij richtte een slachting aan onder het hoornvee Soph. Ai. 55.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκερως:''' 2, gen. ω или ωτος многорогий: π. [[φόνος]] Soph. истребление множества рогатого скота.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] κέρατα, [[πολύκερως]] [[φόνος]], [[σφαγέας]] πολλών κερασφόρων βοοειδών, σε Σοφ.
|lsmtext='''πολύκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] κέρατα, [[πολύκερως]] [[φόνος]], [[σφαγέας]] πολλών κερασφόρων βοοειδών, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκερως -ωτος [πολύς, κέρας] met veel horens:. ἔκειρε πολύκερων φόνον hij richtte een slachting aan onder het hoornvee Soph. Ai. 55.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκερως:''' 2, gen. ω или ωτος многорогий: π. [[φόνος]] Soph. истребление множества рогатого скота.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κερως, ωτος, ὁ, ἡ,<br />[[many]]-[[horned]], π. [[φόνος]] the [[slaughter]] of [[much]] [[horned]] [[cattle]], Soph.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κερως, ωτος, ὁ, ἡ,<br />[[many]]-[[horned]], π. [[φόνος]] the [[slaughter]] of [[much]] [[horned]] [[cattle]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 15:33, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκερως Medium diacritics: πολύκερως Low diacritics: πολύκερως Capitals: ΠΟΛΥΚΕΡΩΣ
Transliteration A: polýkerōs Transliteration B: polykerōs Transliteration C: polykeros Beta Code: polu/kerws

English (LSJ)

-ωτος, ὁ, ἡ, many-horned, π. φόνος the slaughter of many horned cattle, S. Aj. 55.

German (Pape)

[Seite 664] ὁ, ἡ, mit vielen Hörnern, φόνος, Mord vieler Rinder, Soph. Ai. 55.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ω, dat. ῳ, acc. ων;
de beaucoup de cornes : πολύκερως φόνος SOPH massacre d'une foule de bêtes à cornes.
Étymologie: πολύς, κέρας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκερως -ωτος [πολύς, κέρας] met veel horens:. ἔκειρε πολύκερων φόνον hij richtte een slachting aan onder het hoornvee Soph. Ai. 55.

Russian (Dvoretsky)

πολύκερως: 2, gen. ω или ωτος многорогий: π. φόνος Soph. истребление множества рогатого скота.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰ κέρατα, π. φόνοςφόνος πολλῶν κερασφόρων κτηνῶν, Σοφ. Αἴ. 55.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει πολλά κέρατα
2. φρ. «πολύκερως φόνος» — φόνος πολλών κερασφόρων ζώων («ἔνθ' ἐσπεσὼν ἔκειρε πολύκερων φόνον κύκλῳ ῥαχίζων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κερως (< κέρας), πρβλ. μεγαλό-κερως].

Greek Monotonic

πολύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά κέρατα, πολύκερως φόνος, σφαγέας πολλών κερασφόρων βοοειδών, σε Σοφ.

Middle Liddell

πολύ-κερως, ωτος, ὁ, ἡ,
many-horned, π. φόνος the slaughter of much horned cattle, Soph.