πτεροφόρος: Difference between revisions
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pteroforos | |Transliteration C=pteroforos | ||
|Beta Code=pterofo/ros | |Beta Code=pterofo/ros | ||
|Definition= | |Definition=πτεροφόρον,<br><span class="bld">A</span> [[feathered]], [[winged]], [[δέμας]] [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1147 (lyr.); θεαί [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''317 (lyr.); [[φῦλα]] the [[feathered]] tribes, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1757 (lyr.): metaph., <b class="b3">π. Διὸς βέλος</b> the [[winged]] bolt of [[Zeus]], ib.1714.<br><span class="bld">II</span> under the Roman Emperors, as [[substantive]], [[courier]], Plu.''Oth.''4; cf. [[πτεροφόρας]] ''ΙΙ''.<br><span class="bld">III</span> [[πτεροφόρου]], gen. sg. of this or the [[πτεροφόρας]], dub. sens. in ''PCair.Zen.'' 512 (iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui porte des ailes, ailé.<br />'''Étymologie:''' [[πτερόν]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui porte des ailes]], [[ailé]].<br />'''Étymologie:''' [[πτερόν]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πτεροφόρος -ον [[[πτερόν]], [[φέρω]]] gevleugeld; subst. koerier (in Rome):. πτεροφόροι συνεχῶς ἐφοίτων koeriers gingen af en aan Plut. Oth. 4.2. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πτεροφόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ (у римск. императоров) гонец Plut.<br />крылоносный, крылатый ([[δέμας]] Aesch.; Διὸς [[βέλος]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πτεροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει φτερά, [[φτερωτός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>πτεροφόρα φῦλα</i>, οι φτερωτές φυλές, σε Αριστοφ.· μεταφ., πτεροφόρου Διὸς [[βέλος]], ο [[φτερωτός]] [[κεραυνός]] του [[Δία]], στον ίδ. | |lsmtext='''πτεροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει φτερά, [[φτερωτός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>πτεροφόρα φῦλα</i>, οι φτερωτές φυλές, σε Αριστοφ.· μεταφ., πτεροφόρου Διὸς [[βέλος]], ο [[φτερωτός]] [[κεραυνός]] του [[Δία]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πτερο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[feathered]], [[winged]], Aesch., Eur.; πτ. φῦλα the [[feathered]] tribes, Ar.:—metaph., πτ. Διὸς [[βέλος]] the [[winged]] [[bolt]] of [[Zeus]], Ar. | |mdlsjtxt=πτερο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[feathered]], [[winged]], Aesch., Eur.; πτ. φῦλα the [[feathered]] tribes, Ar.:—metaph., πτ. Διὸς [[βέλος]] the [[winged]] [[bolt]] of [[Zeus]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:58, 29 October 2024
English (LSJ)
πτεροφόρον,
A feathered, winged, δέμας A.Ag.1147 (lyr.); θεαί E.Or.317 (lyr.); φῦλα the feathered tribes, Ar.Av.1757 (lyr.): metaph., π. Διὸς βέλος the winged bolt of Zeus, ib.1714.
II under the Roman Emperors, as substantive, courier, Plu.Oth.4; cf. πτεροφόρας ΙΙ.
III πτεροφόρου, gen. sg. of this or the πτεροφόρας, dub. sens. in PCair.Zen. 512 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 809] Flügel tragend, geflügelt; δέμας, Aesch. Ag. 1118; Eur. Or. 317 Hel. 166, Διὸς βέλος, der Blitz, Ar. Av. 1712; φῦλα, die Vögel, Ar. 1757. – Als subst. Flügelträger, eine Art ägyptischer Priester, VLL. – Bei Plut. Oth. 4 eine Art von Eilboten.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte des ailes, ailé.
Étymologie: πτερόν, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτεροφόρος -ον [πτερόν, φέρω] gevleugeld; subst. koerier (in Rome):. πτεροφόροι συνεχῶς ἐφοίτων koeriers gingen af en aan Plut. Oth. 4.2.
Russian (Dvoretsky)
πτεροφόρος: II ὁ (у римск. императоров) гонец Plut.
крылоносный, крылатый (δέμας Aesch.; Διὸς βέλος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
πτεροφόρος: -ον, ὁ ἔχων πτερά, πτερωτός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1147, Εὐρ. Ὀρ. 317· πτ. φῦλα, αἱ φυλαὶ τῶν πτερωτῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1757· ― μεταφ., πτ. Διὸς βέλος, ὁ πτερωτὸς κεραυνὸς τοῦ Δ., αὐτόθι 1714. ΙΙ. κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Ρωμ. αὐτοκρατόρων, ταχυδρόμος, Λατ. speculator, Πλουτ. Ὄθων 4.
Greek Monolingual
-α, -ο / πτεροφόρος, -ον, ΝΑ, και πτεραφόρος, -ον, Α
(λόγιο επίθ.) αυτός που έχει φτερά, φτερωτός («περίβαλον γὰρ οἱ πτεροφόρον δέμας θεοί», Αισχύλ.)
αρχ.
1. μτφ. αυτός που βάλλεται, που ρίχνεται με ταχύτητα («πτεροφόρον Διὸς βέλος» — ο κεραυνός, Αριστοφ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πτεροφόρος
(στη Ρωμ. Αυτοκρατορία) ο ταχυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -φόρος].
Greek Monotonic
πτεροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει φτερά, φτερωτός, σε Αισχύλ., Ευρ.· πτεροφόρα φῦλα, οι φτερωτές φυλές, σε Αριστοφ.· μεταφ., πτεροφόρου Διὸς βέλος, ο φτερωτός κεραυνός του Δία, στον ίδ.
Middle Liddell
πτερο-φόρος, ον, φέρω
feathered, winged, Aesch., Eur.; πτ. φῦλα the feathered tribes, Ar.:—metaph., πτ. Διὸς βέλος the winged bolt of Zeus, Ar.