συγκαταφέρω: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkatafero | |Transliteration C=sygkatafero | ||
|Beta Code=sugkatafe/rw | |Beta Code=sugkatafe/rw | ||
|Definition=[[carry down with]] other things, Id.2.994d: —Pass., to [[be carried down together]], | |Definition=[[carry down with]] other things, Id.2.994d: —Pass., to [[be carried down together]], Arist.''Pr.''931b21, ''Mete.''357a17, [[LXX]] ''Is.''30.30, Hld.8.16; <b class="b3">σ. τῷ βάρει τῆς πληγῆς</b> sink down with.., [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.12; of arteries, etc., [[take the same course as]], c. dat., Gal.2.376, 18(1).653; <b class="b3">σ. δόξῃ περί τινος</b> to [[be carried away by]] an opinion, Plb.10.5.9, cf. 33.18.11. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> συγκατοίσω, <i>etc.</i><br />faire descendre ensemble, entraîner ensemble par la force d'un courant : | |btext=<i>f.</i> συγκατοίσω, <i>etc.</i><br />faire descendre ensemble, entraîner ensemble par la force d'un courant : τί τινι une chose avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταφέρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκαταφέρω:''' [[вместе уносить]], [[увлекать]] (συγκαταφέρεσθαι ὑπὸ τῶν ποταμῶν Arst.): σ. τι τῇ ῥύμῃ τῆς φορᾶς Plut. стремительно нести с собою; συγκαταφερόμενος τῇ καθωμιλημένῃ [[δόξῃ]] Polyb. увлеченный всеобщим мнением; συγκατηνέχθη τῷ βάρει τῆς πληγῆς Diod. он упал под тяжестью удара. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[καταφέρω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>παθ.</b> <i>συγκαταφέρομαι</i><br />[[κατέρχομαι]] με άλλον, φέρομαι [[προς]] τα [[κάτω]] [[μαζί]] («ὥς [[ὕδωρ]] καὶ [[χάλαζα]] συγκαταφερομένη βίᾳ», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]] [[μαζί]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για [[αρτηρία]]) [[παίρνω]] την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]] με άλλον<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] σε [[κηδεία]], πιθ. με οικονομική [[συνδρομή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκαταφέρομαι τῷ βάρει τῆς πληγῆς» — [[πέφτω]] λόγω ισχυρού χτυπήματος (<b>Διόδ.</b>)<br />β) «συγκαταφερομαι δόξῃ [[περί]] τινος» — [[συμφωνώ]] με κάποιον (<b>Πολ.</b>). | |mltxt=ΜΑ [[καταφέρω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>παθ.</b> <i>συγκαταφέρομαι</i><br />[[κατέρχομαι]] με άλλον, φέρομαι [[προς]] τα [[κάτω]] [[μαζί]] («ὥς [[ὕδωρ]] καὶ [[χάλαζα]] συγκαταφερομένη βίᾳ», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]] [[μαζί]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για [[αρτηρία]]) [[παίρνω]] την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]] με άλλον<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] σε [[κηδεία]], πιθ. με οικονομική [[συνδρομή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκαταφέρομαι τῷ βάρει τῆς πληγῆς» — [[πέφτω]] λόγω ισχυρού χτυπήματος (<b>Διόδ.</b>)<br />β) «συγκαταφερομαι δόξῃ [[περί]] τινος» — [[συμφωνώ]] με κάποιον (<b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 27 March 2024
English (LSJ)
carry down with other things, Id.2.994d: —Pass., to be carried down together, Arist.Pr.931b21, Mete.357a17, LXX Is.30.30, Hld.8.16; σ. τῷ βάρει τῆς πληγῆς sink down with.., D.S.16.12; of arteries, etc., take the same course as, c. dat., Gal.2.376, 18(1).653; σ. δόξῃ περί τινος to be carried away by an opinion, Plb.10.5.9, cf. 33.18.11.
German (Pape)
[Seite 966] (s. φέρω), mit, zugleich, zusammen heruntertragen, pass. zusammen herunterkommen, sich vereinigen, beistimmen, τινί, z. B. τῇ δόξῃ περί τινος, Pol. 10, 5, 9; συγκατηνέχθησαν ἐπὶ τὸ γράφειν δόγμα τοιοῦτον, 33, 16, 11.
French (Bailly abrégé)
f. συγκατοίσω, etc.
faire descendre ensemble, entraîner ensemble par la force d'un courant : τί τινι une chose avec une autre.
Étymologie: σύν, καταφέρω.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταφέρω: вместе уносить, увлекать (συγκαταφέρεσθαι ὑπὸ τῶν ποταμῶν Arst.): σ. τι τῇ ῥύμῃ τῆς φορᾶς Plut. стремительно нести с собою; συγκαταφερόμενος τῇ καθωμιλημένῃ δόξῃ Polyb. увлеченный всеобщим мнением; συγκατηνέχθη τῷ βάρει τῆς πληγῆς Diod. он упал под тяжестью удара.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταφέρω: φέρω πρὸς τὰ κάτω ὁμοῦ, τί τινι Πλούτ. 2. 994D. ― Παθ., φέρομαι πρὸς τὰ κάτω ὁμοῦ, συγκατέρχομαι, Ἀριστ. Προβλ. 23. 4, 1 καὶ 5, 4, πρβλ. Μετεωρ. 2. 3, 10 καὶ 13· σ. τῷ βάρει τῆς πληγῆς, καταπίπτω ἐκ τῆς σφοδρότητος κτυπήματος, Διόδ. 16. 12· μεταφ., σ. δόξῃ περί τινος, συνενοῦμαι, συμβαδίζω, συμφωνῶ, Πολύβ. 10. 5, 9, κτλ.
Greek Monolingual
ΜΑ καταφέρω, -ομαι]
παθ. συγκαταφέρομαι
κατέρχομαι με άλλον, φέρομαι προς τα κάτω μαζί («ὥς ὕδωρ καὶ χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ», ΠΔ)
αρχ.
1. φέρω μαζί προς τα κάτω
2. παθ. (για αρτηρία) παίρνω την ίδια κατεύθυνση με άλλον
3. βοηθώ σε κηδεία, πιθ. με οικονομική συνδρομή
4. φρ. α) «συγκαταφέρομαι τῷ βάρει τῆς πληγῆς» — πέφτω λόγω ισχυρού χτυπήματος (Διόδ.)
β) «συγκαταφερομαι δόξῃ περί τινος» — συμφωνώ με κάποιον (Πολ.).