ἀκράτιστος: Difference between revisions
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akratistos | |Transliteration C=akratistos | ||
|Beta Code=a)kra/tistos | |Beta Code=a)kra/tistos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκράτιστον, Theoc.1.51 codd. <b class="b3">πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ</b> [[having made a]] dry [[breakfast]], i.e. none at all; vv.ll. [[ἀκρατισμόν]] (Sch.), [[ἀνάριστον]] [[dinnerless]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />petit-déjeuner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκρατίζομαι]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἀκράτισμα]], [[ἄριστον]]², [[δεῖπνον]], [[δόρπον]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[petit-déjeuner]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀκρατίζομαι]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἀκράτισμα]], [[ἄριστον]]², [[δεῖπνον]], [[δόρπον]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=Theocr. 1.51 πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ, bis er ihn zu einem, der auf dem Trockenen, d.i. gar nicht [[gefrühstückt]] hat, [[gemacht]]. Bergk conj. [[ἀκράστιστος]], was Lobeck <i>[[Paralip]]</i>. p. 539 verwirft. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκράτιστος:''' (ᾱτ) позавтракавший: ἀ. ἐπὶ ξηροῖσι Theocr. позавтракавший всухую, т. е. оставшийся без завтрака. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκράτιστος:''' [κρᾱ], -ον ([[ἀκρατίζομαι]]), αυτός που έχει προγευματίσει, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἀκράτιστος:''' [κρᾱ], -ον ([[ἀκρατίζομαι]]), αυτός που έχει προγευματίσει, σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀκρατίζομαι]], having breakfasted, Theocr. | |mdlsjtxt=[[ἀκρατίζομαι]], having breakfasted, Theocr. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκράτιστον, Theoc.1.51 codd. πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ having made a dry breakfast, i.e. none at all; vv.ll. ἀκρατισμόν (Sch.), ἀνάριστον dinnerless.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
que desayuna πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ hasta que no consiga que el niño se siente a desayunar pan seco Theoc.1.51.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
petit-déjeuner.
Étymologie: ἀκρατίζομαι.
Par. ἀκράτισμα, ἄριστον², δεῖπνον, δόρπον.
German (Pape)
Theocr. 1.51 πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ, bis er ihn zu einem, der auf dem Trockenen, d.i. gar nicht gefrühstückt hat, gemacht. Bergk conj. ἀκράστιστος, was Lobeck Paralip. p. 539 verwirft.
Russian (Dvoretsky)
ἀκράτιστος: (ᾱτ) позавтракавший: ἀ. ἐπὶ ξηροῖσι Theocr. позавтракавший всухую, т. е. оставшийся без завтрака.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκράτιστος: [κρᾱ], ον, εἶναι ἡ τῶν χειρογράφων γραφὴ ἐν Θεοκρ. 1. 51, πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ, ἣν ὑπερασπίζει ὁ Ἕρμαννος, ὅστις ἑρμηνεύει ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι = ἀφοῦ ἔλαβε ξηρὸν πρόγευμα (δηλ. οὐδὲν πρόγευμα). Ἂν ταύτην τὴν γραφὴν δεχθῶμεν, τὸ ἐπὶ ξηροῖσι πρέπει νὰ συναφθῇ πρὸς τὸ καθίξῃ καὶ νὰ ἑρμηνευθῇ = πρὶν καθίσῃ αὐτὸν ἐπὶ ξηροῦ ἐδάφους τ. ἔ. πρὶν καταστήσῃ αὐτὸν ἐνδεᾶ καὶ ἐστερημένον παντός: - οὕτω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας: ἐπ’ οὔδεϊ φῶτα καθίσσαι, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 284· πρβλ. τὸ τοῦ Ὀβιδίου in siccâ destitui.
Greek Monotonic
ἀκράτιστος: [κρᾱ], -ον (ἀκρατίζομαι), αυτός που έχει προγευματίσει, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἀκρατίζομαι, having breakfasted, Theocr.