ἀκραγής: Difference between revisions

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akragis
|Transliteration C=akragis
|Beta Code=a)kragh/s
|Beta Code=a)kragh/s
|Definition=ές, (κράζω) [[not barking]], <b class="b3">ἀκραγεῖς κύνες</b>, of gryphons, <span class="bibl">A. <span class="title">Pr.</span>803</span>. Hsch. expl. [[ἀκραγές]] by [[δυσχερές]], [[σκληρόν]], [[ὀξύχολον]], cf. [[ἄκραγγες]] (leg. [[ἀκραγές]]) · ἀκρόχολον <span class="title">AB</span>369.
|Definition=ἀκραγές, ([[κράζω]]) [[not barking]], <b class="b3">ἀκραγεῖς κύνες</b>, of gryphons, A. ''Pr.''803. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] expl. [[ἀκραγές]] by [[δυσχερές]], [[σκληρόν]], [[ὀξύχολον]], cf. [[ἄκραγγες]] (leg. [[ἀκραγές]])· ἀκρόχολον ''AB''369.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀκρᾰγής) -ές<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀκραγγ- Phot.α 831, <i>An.Bachm</i>.1.59<br /><b class="num">1</b> [[feroz]], [[rabioso]] κύνες A.<i>Pr</i>.803, cf. Hsch., Phot.l.c., <i>An.Bachm</i>.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[débil]] Hsch., Phot.l.c.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. κράζω.
|dgtxt=(ἀκρᾰγής) -ές<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀκραγγ- Phot.α 831, <i>An.Bachm</i>.1.59<br /><b class="num">1</b> [[feroz]], [[rabioso]] κύνες A.<i>Pr</i>.803, cf. Hsch., Phot.l.c., <i>An.Bachm</i>.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[débil]] Hsch., Phot.l.c.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[κράζω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ne crie pas, muet ; <i>sel. d'autres</i> qui crie fort, féroce.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ-]] priv. ou augm., [[κράζω]].
|btext=ής, ές :<br />qui ne crie pas, muet ; <i>sel. d'autres</i> [[qui crie fort]], [[féroce]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ-]] priv. ou augm., [[κράζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρᾰγής:''' безмолвный, молчаливый, по друг. ἀκρ-ᾰγής 2 неистовый, бешеный (κύνες [[Διός]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκραγής]], -ὲς (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κράζει, δεν γαβγίζει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀκραγεῑς κύνες», γρύπες, μυθικά όντα με [[σώμα]] λιονταριού και [[κεφάλι]] και φτερά αετού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔκραγον</i>, [[κράζω]].
|mltxt=[[ἀκραγής]], -ὲς (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κράζει, δεν γαβγίζει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀκραγεῖς κύνες», γρύπες, μυθικά όντα με [[σώμα]] λιονταριού και [[κεφάλι]] και φτερά αετού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔκραγον</i>, [[κράζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρᾰγής:''' -ές ([[κράζω]]), αυτός που δεν γαυγίζει, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀκρᾰγής:''' -ές ([[κράζω]]), αυτός που δεν γαυγίζει, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρᾰγής:''' безмолвный, молчаливый, по друг. ἀκρ-ᾰγής 2 неистовый, бешеный (κύνες [[Διός]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κράζω]]<br />not barking, Aesch.
|mdlsjtxt=[[κράζω]]<br />not barking, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκραγής Medium diacritics: ἀκραγής Low diacritics: ακραγής Capitals: ΑΚΡΑΓΗΣ
Transliteration A: akragḗs Transliteration B: akragēs Transliteration C: akragis Beta Code: a)kragh/s

English (LSJ)

ἀκραγές, (κράζω) not barking, ἀκραγεῖς κύνες, of gryphons, A. Pr.803. Hsch. expl. ἀκραγές by δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον, cf. ἄκραγγες (leg. ἀκραγές)· ἀκρόχολον AB369.

Spanish (DGE)

(ἀκρᾰγής) -ές
• Alolema(s): ἀκραγγ- Phot.α 831, An.Bachm.1.59
1 feroz, rabioso κύνες A.Pr.803, cf. Hsch., Phot.l.c., An.Bachm.l.c.
2 débil Hsch., Phot.l.c.
• Etimología: Cf. κράζω.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne crie pas, muet ; sel. d'autres qui crie fort, féroce.
Étymologie: ἀ- priv. ou augm., κράζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρᾰγής: безмолвный, молчаливый, по друг. ἀκρ-ᾰγής 2 неистовый, бешеный (κύνες Διός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρᾰγής: -ές, (κράζω) ὁ μὴ ὑλακτῶν, ἀκραγεῖς κύνες, ἐπὶ τῶν γρυπῶν· (ὡς πῦρ ἀνήφαιστον, κτλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 803. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει ἀκραγὲς διὰ τοῦ δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον, καὶ ἐν Α. Β. 369 ἀναγινώσκομεν ἄκραγγες (ἀναγίνωσκε ἀκραγές), ἀκρόχολον, κτλ. ὁπόθεν ὁ Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 3, σ. 452 ὑποπτεύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι σύνθετος ἐκ τῶν ἄκρος, ἄγος· ὁ δὲ Ἕρμανν. ἐκ τῶν ἄκρος, ἄγη· πρβλ. ἀκλαγγί.

Greek Monolingual

ἀκραγής, -ὲς (Α)
1. αυτός που δεν κράζει, δεν γαβγίζει
2. φρ. «ἀκραγεῖς κύνες», γρύπες, μυθικά όντα με σώμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + ἔκραγον, κράζω.

Greek Monotonic

ἀκρᾰγής: -ές (κράζω), αυτός που δεν γαυγίζει, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κράζω
not barking, Aesch.