ἁπαλόχροος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apalochroos
|Transliteration C=apalochroos
|Beta Code=a(palo/xroos
|Beta Code=a(palo/xroos
|Definition=ον, contr. ἁπᾰλό-χρους, <b class="b3">χρουν;</b> with heterocl. gen. [[ἁπαλόχροος]], dat. <b class="b3">-χροϊ</b>, acc. <b class="b3">-χροα</b>:—[[soft-skinned]], h.Ven.14, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>519</span>, <span class="bibl">Thgn.1341</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>373</span> (lyr.):—also ἁπᾰλό-χρως, χρωτος, ὁ, ἡ, <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.30B.</span>
|Definition=ἁπαλόχροον, contr. [[ἁπαλόχρους]], <b class="b3">χρουν</b>; with heterocl. gen. [[ἁπαλόχροος]], dat. -χροϊ, acc. -χροα:—[[soft-skinned]], h.Ven.14, Hes.''Op.''519, Thgn.1341, E.''Hel.''373 (lyr.):—also [[ἁπαλόχρως]], χρωτος, ὁ, ἡ, Phryn.''PS''p.30B.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />à la peau tendre <i>ou</i> délicate.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]], [[χρόα]].
|btext=ους, ουν :<br />à la peau tendre <i>ou</i> délicate.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]], [[χρόα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἁπᾰλόχροος:''' стяж. ἁπαλόχρους 2 с мягкой или нежной кожей ([[παρθενική]] HH, Hes., Plut.; [[παλάμη]] Anacr.; [[γένυς]] Eur.; [[παῖς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁπᾰλόχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-χρουν</i>, με ετερόκλ. γεν. [[ἁπαλόχροος]], δοτ. <i>-χροϊ</i>, αιτ. <i>-χροα</i>· ([[χρώς]])· αυτός που έχει μαλακό, λείο, απαλό [[δέρμα]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἁπᾰλόχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-χρουν</i>, με ετερόκλ. γεν. [[ἁπαλόχροος]], δοτ. <i>-χροϊ</i>, αιτ. <i>-χροα</i>· ([[χρώς]])· αυτός που έχει μαλακό, λείο, απαλό [[δέρμα]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁπᾰλόχροος:''' стяж. ἁπαλόχρους 2 с мягкой или нежной кожей ([[παρθενική]] HH, Hes., Plut.; [[παλάμη]] Anacr.; [[γένυς]] Eur.; [[παῖς]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χρώς]]<br />[[soft]]-skinned, Hhymn., Hes., etc.
|mdlsjtxt=[[χρώς]]<br />[[soft]]-skinned, Hhymn., Hes., etc.
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπᾰλόχροος Medium diacritics: ἁπαλόχροος Low diacritics: απαλόχροος Capitals: ΑΠΑΛΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: hapalóchroos Transliteration B: hapalochroos Transliteration C: apalochroos Beta Code: a(palo/xroos

English (LSJ)

ἁπαλόχροον, contr. ἁπαλόχρους, χρουν; with heterocl. gen. ἁπαλόχροος, dat. -χροϊ, acc. -χροα:—soft-skinned, h.Ven.14, Hes.Op.519, Thgn.1341, E.Hel.373 (lyr.):—also ἁπαλόχρως, χρωτος, ὁ, ἡ, Phryn.PSp.30B.

Spanish (DGE)

-ον
que tiene piel delicada νύμφαι Sch.A.Pers.537, κούρη Nonn.D.16.233, αὐχήν Musae.171.

German (Pape)

[Seite 277] zsgzgn -χρους, gen. auch ἁπαλόχροος, Hes. O. 517, wie Theogn. 1341; acc. plur. ἁπαλόχροας H. h. Ven. 14; mit zarter, weicher Haut; von der Jungfrau, παῖδα άπαλόχροα Mel. 40 (211, 133); παλάμαις ἁπαλοχρόοις Anacr. 56, 15.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
à la peau tendre ou délicate.
Étymologie: ἁπαλός, χρόα.

Russian (Dvoretsky)

ἁπᾰλόχροος: стяж. ἁπαλόχρους 2 с мягкой или нежной кожей (παρθενική HH, Hes., Plut.; παλάμη Anacr.; γένυς Eur.; παῖς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁπᾰλόχροος: -ον, συνῃρημ. -χρους, ουν· μετὰ ἐτεροκλίτ. γεν. ἁπαλόχροος, δοτ.-χροϊ, αἰτ. -χροα: ὁ ἔχων ἁπαλὸν δέρμα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 14, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 517, Θέογν. 1341 Bgk., Εὐρ. Ἑλ. 373 (λυρ.): ― ὡσαύτως, ἁπαλόχρως, χρωτος, ὁ, ἡ, Α. Β. 18.

Greek Monolingual

ἁπαλόχροος, -ον κ. -χρους, -ουν (Α)
αυτός που έχει απαλό τρυφερό δέρμα.

Greek Monotonic

ἁπᾰλόχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -χρουν, με ετερόκλ. γεν. ἁπαλόχροος, δοτ. -χροϊ, αιτ. -χροα· (χρώς)· αυτός που έχει μαλακό, λείο, απαλό δέρμα, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ.

Middle Liddell

χρώς
soft-skinned, Hhymn., Hes., etc.