ἐννεάμηνος: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enneaminos | |Transliteration C=enneaminos | ||
|Beta Code=e)nnea/mhnos | |Beta Code=e)nnea/mhnos | ||
|Definition= | |Definition=ἐννεάμηνον, of or [[in nine months]], τίκτειν [[Herodotus|Hdt.]]6.69, cf. Hp.''Septim.''8; χρόνος Gal.''Nat.Fac.''3.3; λόγος ''BGU''977.13 (ii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />de neuf mois.<br />'''Étymologie:''' [[ἐννέα]], [[μήν]]². | |btext=ος, ον :<br />[[de neuf mois]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐννέα]], [[μήν]]². | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐννεάμηνος:''' [[девятимесячный]] Her., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[εννιάμηνος]], -η, -ο (Α [[ἐννεάμηνος]], -ον)<br />(για χρόνο) αυτός που περιλαμβάνει [[εννέα]] μήνες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[εννέα]] μήνες («εννεάμηνη [[περιοδεία]]»)<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα εννεάμηνα</i> ή <i>εννιάμηνα</i><br />[[μνημόσυνο]] που γίνεται [[εννέα]] μήνες από τον θάνατο<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. ως ουσ. [[κατά]] [[παράλειψη]] του έμβρυον) <i>το εννεάμηνο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που γεννιέται τον ένατο [[μήνα]] («τίκτουσι γὰρ | |mltxt=και [[εννιάμηνος]], -η, -ο (Α [[ἐννεάμηνος]], -ον)<br />(για χρόνο) αυτός που περιλαμβάνει [[εννέα]] μήνες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[εννέα]] μήνες («εννεάμηνη [[περιοδεία]]»)<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα εννεάμηνα</i> ή <i>εννιάμηνα</i><br />[[μνημόσυνο]] που γίνεται [[εννέα]] μήνες από τον θάνατο<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. ως ουσ. [[κατά]] [[παράλειψη]] του έμβρυον) <i>το εννεάμηνο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που γεννιέται τον ένατο [[μήνα]] («τίκτουσι γὰρ γυναῖκες και ἐννεάμηνα καὶ ἑπτάμηνα», <b>Ηρόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐννεαμήνως</i> (Μ)<br />[[μέσα]] σε [[εννέα]] μήνες. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐννεάμηνος:''' -ον ([[μήν]]), αυτός που είναι [[εννιά]] μηνών ή μέσα στη [[διάρκεια]] των [[εννιά]] μηνών, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐννεάμηνος:''' -ον ([[μήν]]), αυτός που είναι [[εννιά]] μηνών ή μέσα στη [[διάρκεια]] των [[εννιά]] μηνών, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐννεά-μηνος, ον [μήν]<br />of or in [[nine]] months, Hdt. | |mdlsjtxt=ἐννεά-μηνος, ον [μήν]<br />of or in [[nine]] months, Hdt. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:24, 6 February 2024
English (LSJ)
ἐννεάμηνον, of or in nine months, τίκτειν Hdt.6.69, cf. Hp.Septim.8; χρόνος Gal.Nat.Fac.3.3; λόγος BGU977.13 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἐννά- Hp.Oct.7, 10
I 1que dura nueve meses χρόνος ref. un embarazo, Gal.2.149, λοχείη Nonn.D.5.196
•subst. τὸ ἐ. criatura nacida al cabo de nueve meses de gestación τίκτουσι γυναῖκες ... ἐννεάμηνα Hdt.6.69, cf. Hp.ll.cc., Arist.HA 584a36, Aristid.Quint.118.12, Clem.Al.Strom.6.11.85, Procl.in R.2.35 (= Emp.B 69).
2 subst. ἡ ἐ. período de nueve meses, PTeb.873.12 (II a.C.)
•gen. adverb. de tiempo ἐννεαμήνου durante nueve meses, por un período de nueve meses σύμβολον ... δοθῆναι ἡμῖν ἐννεαμήνου PZen.Col.56.6 (III a.C.).
II adv. -ως de nueve meses τὴν Ἀλκμήνην ἔγκυον εἰδὼς ἐ. Tz.H.2.177.
German (Pape)
[Seite 847] neunmonatlich, Her. 6, 69 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de neuf mois.
Étymologie: ἐννέα, μήν².
Russian (Dvoretsky)
ἐννεάμηνος: девятимесячный Her., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεάμηνος: -ον, ἐννέα μηνῶν, ἢ ἐντὸς ἐννέα μηνῶν, Ἡρόδ. 6. 69, Ἱππ. 257, 1 κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. ἐννεαμήνως, Τζέτζ. Ἱστ. 2. 177.
Greek Monolingual
και εννιάμηνος, -η, -ο (Α ἐννεάμηνος, -ον)
(για χρόνο) αυτός που περιλαμβάνει εννέα μήνες
νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί εννέα μήνες («εννεάμηνη περιοδεία»)
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εννεάμηνα ή εννιάμηνα
μνημόσυνο που γίνεται εννέα μήνες από τον θάνατο
αρχ.
(το ουδ. ως ουσ. κατά παράλειψη του έμβρυον) το εννεάμηνο(ν)
αυτός που γεννιέται τον ένατο μήνα («τίκτουσι γὰρ γυναῖκες και ἐννεάμηνα καὶ ἑπτάμηνα», Ηρόδ.).
επίρρ...
ἐννεαμήνως (Μ)
μέσα σε εννέα μήνες.
Greek Monotonic
ἐννεάμηνος: -ον (μήν), αυτός που είναι εννιά μηνών ή μέσα στη διάρκεια των εννιά μηνών, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἐννεά-μηνος, ον [μήν]
of or in nine months, Hdt.