ἰσοζυγής: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isozygis
|Transliteration C=isozygis
|Beta Code=i)sozugh/s
|Beta Code=i)sozugh/s
|Definition=ές, <b class="b2">evenly balanced: equal</b>, AP10.16.3 (Theaet.).
|Definition=ές, [[evenly balanced]]: [[equal]], AP10.16.3 (Theaet.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[ἰσόζυγος]].
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[ἰσόζυγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοζῠγής:''' [[составляющий пару с другим]] (точнее годный для парной запряжки), т. е. одинаковый (κυπάρυσσοι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰσοζῠγής:''' -ές ([[ζυγόν]]), αυτός που είναι [[ίσος]] στο [[μέγεθος]] με κάποιον άλλον, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἰσοζῠγής:''' -ές ([[ζυγόν]]), αυτός που είναι [[ίσος]] στο [[μέγεθος]] με κάποιον άλλον, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοζῠγής:''' [[составляющий пару с другим]] (точнее годный для парной запряжки), т. е. одинаковый (κυπάρυσσοι Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰσο-ζῠγής, ές [[ζυγόν]]<br />[[evenly]] [[balanced]]: [[equal]], Anth.
|mdlsjtxt=ἰσο-ζῠγής, ές [[ζυγόν]]<br />[[evenly]] [[balanced]]: [[equal]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 25 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοζῠγής Medium diacritics: ἰσοζυγής Low diacritics: ισοζυγής Capitals: ΙΣΟΖΥΓΗΣ
Transliteration A: isozygḗs Transliteration B: isozygēs Transliteration C: isozygis Beta Code: i)sozugh/s

English (LSJ)

ές, evenly balanced: equal, AP10.16.3 (Theaet.).

German (Pape)

[Seite 1264] ές, gleich gejocht, übh. gleich, κυπάρισσοι Theaet. Schol. 2 (X, 16).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. ἰσόζυγος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοζῠγής: составляющий пару с другим (точнее годный для парной запряжки), т. е. одинаковый (κυπάρυσσοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοζῠγής: -ές, ἴσος τὸ μέγεθος, ἰσοζυγέων κυπαρίσσων, ἀποτελούντων ζεῦγος ἴσον καθ’ ὅλα, Ἀνθ. Π. 10. 16.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοζυγής, -ές)
ίσος κατά το βάρος με κάποιον άλλο
αρχ.
ίσος κατά το μέγεθος («ἰσοζυγέων κυπαρίσσων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ζυγής (< θ. ζυγ-, πρβλ. -ζύγ-ην, παθ. αόρ. του ζεύγνυμι), πρβλ. μονοζυγής, νεοζυγής].

Greek Monotonic

ἰσοζῠγής: -ές (ζυγόν), αυτός που είναι ίσος στο μέγεθος με κάποιον άλλον, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἰσο-ζῠγής, ές ζυγόν
evenly balanced: equal, Anth.