ἱμερόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imerofonos
|Transliteration C=imerofonos
|Beta Code=i(mero/fwnos
|Beta Code=i(mero/fwnos
|Definition=ον, [[of lovely voice]] or [[song]], ἀηδών Sapph.39, <span class="bibl">Alcm.26</span> (vulg. <b class="b3">ἱεροφ-</b>), <span class="bibl">Theoc.28.7</span>.
|Definition=ἱμερόφωνον, [[of lovely voice]] or [[song]], ἀηδών Sapph.39, Alcm.26 (vulg. <b class="b3">ἱεροφ-</b>), Theoc.28.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la voix charmante.<br />'''Étymologie:''' [[ἵμερος]], [[φωνή]].
|btext=ος, ον :<br />[[à la voix charmante]].<br />'''Étymologie:''' [[ἵμερος]], [[φωνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱμερόφωνος:''' (ῑμ) прелестно поющий ([[ἀηδών]] [[Sappho]]; Χάριτες Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱμερόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει [[φωνή]] ερωτική ή θελκτική, [[φωνή]] κατάλληλη για ερωτικό [[τραγούδι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἱμερόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει [[φωνή]] ερωτική ή θελκτική, [[φωνή]] κατάλληλη για ερωτικό [[τραγούδι]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱμερόφωνος:''' (ῑμ) прелестно поющий ([[ἀηδών]] [[Sappho]]; Χάριτες Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱμερό-φωνος, ον [[φωνή]]<br />of [[lovely]] [[voice]] or [[song]], Theocr.
|mdlsjtxt=ἱμερό-φωνος, ον [[φωνή]]<br />of [[lovely]] [[voice]] or [[song]], Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμερόφωνος Medium diacritics: ἱμερόφωνος Low diacritics: ιμερόφωνος Capitals: ΙΜΕΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: himeróphōnos Transliteration B: himerophōnos Transliteration C: imerofonos Beta Code: i(mero/fwnos

English (LSJ)

ἱμερόφωνον, of lovely voice or song, ἀηδών Sapph.39, Alcm.26 (vulg. ἱεροφ-), Theoc.28.7.

German (Pape)

[Seite 1253] von lieblicher oder sehnsüchtiger Stimme; ἀηδών Sapph. 36; Χάριτες Theocr. 28, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix charmante.
Étymologie: ἵμερος, φωνή.

Russian (Dvoretsky)

ἱμερόφωνος: (ῑμ) прелестно поющий (ἀηδών Sappho; Χάριτες Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱμερόφωνος: -ον, ἔχων φωνὴν ἐρατεινήν, θελκτικήν, ἀηδὼν Σαπφὼ 42, Ἀλκμὰν 13 (ἔνθα κοινῶς ἱερόφ-), Θεόκρ. 28. 7· πρβλ. ἡμερόφωνος.

Greek Monolingual

ἱμερόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει φωνή γεμάτη πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. οξύφωνος, πολύφωνος].

Greek Monotonic

ἱμερόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει φωνή ερωτική ή θελκτική, φωνή κατάλληλη για ερωτικό τραγούδι, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἱμερό-φωνος, ον φωνή
of lovely voice or song, Theocr.