καλλιπόταμος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui forme un beau fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ποταμός]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui forme un beau fleuve]].<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ποταμός]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καλλιπόταμος -ον [καλός, πόταμος] van fraaie rivieren.
|elnltext=καλλιπόταμος -ον &#91;[[καλός]], [[πόταμος]]] [[van fraaie rivieren]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 13:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιπόταμος Medium diacritics: καλλιπόταμος Low diacritics: καλλιπόταμος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΟΤΑΜΟΣ
Transliteration A: kallipótamos Transliteration B: kallipotamos Transliteration C: kallipotamos Beta Code: kallipo/tamos

English (LSJ)

ον, of beautiful rivers, νοτίς E. Ph. 645 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Flüssen, ὕδατος νοτίς, das schöne Flußnaß, Eur. Phoen. 648.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forme un beau fleuve.
Étymologie: καλός, ποταμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιπόταμος -ον [καλός, πόταμος] van fraaie rivieren.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐπόταμος: образующий красивую реку (ὕδατος νοτίς Eur.).

Greek Monolingual

καλλιπόταμος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε καλό ποταμό ή προέρχεται από καλό ποταμό («καλλιπόταμος ὕδατος... νοτίς», Ευρ.).

Greek Monotonic

καλλιπότᾰμος: -ον, αυτός που έχει εύσχημα και καλλίρροα ποτάμια, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπότᾰμος: -ον, ἐκ καλῶν ποταμῶν, καλλιπόταμος ὕδατος νοτὶς Εὐρ. Φοίν. 645.

Middle Liddell

καλλι-πότᾰμος, ον
of beautiful rivers, Eur.