εὐεργέτημα: Difference between revisions
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evergetima | |Transliteration C=evergetima | ||
|Beta Code=eu)erge/thma | |Beta Code=eu)erge/thma | ||
|Definition=ατος, τό, [[service done]], [[kindness]], πρός τινα | |Definition=-ατος, τό, [[service done]], [[kindness]], πρός τινα [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.2.2, cf. Hp.''Ep.''25 (pl.), etc.: pl., [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.5.34, Isoc.4.34, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1161a16, ''IG''22.808, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />bienfait.<br />'''Étymologie:''' [[εὐεργετέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />[[bienfait]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐεργετέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, service done, kindness, πρός τινα X.Cyr.8.2.2, cf. Hp.Ep.25 (pl.), etc.: pl., X.Cyr.5.5.34, Isoc.4.34, Arist.EN1161a16, IG22.808, etc.
German (Pape)
[Seite 1065] τό, die Gutthat, Wohlthat, Xen. Cyr. 8, 2, 2; Isocr. 4, 34; Dem. 1, 10 u. Sp., wie Pol. 30, 11, 1.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bienfait.
Étymologie: εὐεργετέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐεργέτημα: ατος τό благодеяние, услуга Xen., Isocr., Arst., Dem., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεργέτημα: τό, πρᾶξις εὐεργετική, εὐεργεσία, πρός τινα Ξεν. Κύρ. 8. 2, 2, Ἰσοκρ. 47C, κτλ.: πληθυντ., Ξεν. Κύρ. 5. 5, 34. Ἀριστ., κλ.
Greek Monolingual
το (ΑΜ εὐεργέτημα) ευεργετώ
αγαθή και ωφέλιμη πράξη που γίνεται για κάποιον
νεοελλ.
(νομ.) ευεργετική διάταξη ενός νόμου που επιτρέπει ιδιάζουσα λύση σε ορισμένες περιπτώσεις, η οποία ευνοεί ορισμένα άτομα ή τάξεις ατόμων («εὐεργέτημα πολυτέκνων»).
Greek Monotonic
εὐεργέτημα: -ατος, τό, αγαθή, καλή υπηρεσία, καλοσύνη, αγαθοεργία σε Ξεν.
Middle Liddell
εὐεργέτημα, ατος, τό, [from εὐεργτέω]
a service done, kindness, Xen.
English (Woodhouse)
benefaction, benefit, boon, favor, favour, kindness, service, kind act