εὐκατάλυτος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efkatalytos
|Transliteration C=efkatalytos
|Beta Code=eu)kata/lutos
|Beta Code=eu)kata/lutos
|Definition=ον, [[easy to overthrow]], <span class="bibl">X. <span class="title">HG</span>3.5.15</span> (Comp.).
|Definition=εὐκατάλυτον, [[easy to overthrow]], X. ''HG''3.5.15 (Comp.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάλῠτος Medium diacritics: εὐκατάλυτος Low diacritics: ευκατάλυτος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: eukatálytos Transliteration B: eukatalytos Transliteration C: efkatalytos Beta Code: eu)kata/lutos

English (LSJ)

εὐκατάλυτον, easy to overthrow, X. HG3.5.15 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1073] leicht aufzulösen, zu vernichten, Λακεδαιμονίων πλεονεξία Xen. Hell. 3, 5, 14, im compar.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à dissoudre, à détruire;
Cp. εὐκαταλυτώτερος.
Étymologie: εὖ, καταλύω.

Russian (Dvoretsky)

εὐκατάλῠτος: легко разрушаемый, без труда устранимый (ἡ Λακεδαιμονίων πλεονεξία Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάλῠτος: -ον, εὐκόλως καταλυόμενος, καταστρεφόμενος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 15.

Greek Monolingual

εὐκατάλυτος, -ον (Α)
αυτός που καταλύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-λυτος (< κατα-λύω), πρβλ. α-κατά-λυτος, δυσ-κατά-λυτος].

Greek Monotonic

εὐκατάλῠτος: -ον (καταλύω), αυτός που καταλύεται, που καταστρέφεται εύκολα, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐ-κατάλῠτος, ον καταλύω
easy to overthrow, Xen.