εὐπερίληπτος: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efperiliptos | |Transliteration C=efperiliptos | ||
|Beta Code=eu)peri/lhptos | |Beta Code=eu)peri/lhptos | ||
|Definition= | |Definition=εὐπερίληπτον,<br><span class="bld">A</span> [[easily embraced]], Hippiatr.14.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[limited]], ὑποθέσεις Plb.7.7.6.<br><span class="bld">II</span> [[easy to comprehend]], ἀνθρώπῳ Porph.''Abst.''3.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐπερίληπτον,
A easily embraced, Hippiatr.14.
2 metaph., limited, ὑποθέσεις Plb.7.7.6.
II easy to comprehend, ἀνθρώπῳ Porph.Abst.3.4.
German (Pape)
[Seite 1088] leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt, Pol. 7, 7, 6.
Russian (Dvoretsky)
εὐπερίληπτος: легко охватываемый, т. е. небольшой, узкий (ὑπόθεσις εὐ. καὶ στενή Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίληπτος: -ον, εὐκόλως περιλαμβανόμενος· ἐντεῦθεν, συνεσταλμένος, στενός, Πολύβ. 7. 7, 6. ΙΙ. εὐκόλως κατανοούμενος, Πορφυρίου περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐπερίληπτος, -ον)
αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός, ο ευκολονόητος
αρχ.
1. αυτός που συνοψίζεται εύκολα
2. συνεκδ. ο μη διεξοδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-ληπτός (< περιλαμβάνω)].