μακρόκεντρος: Difference between revisions
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=makrokentros | |Transliteration C=makrokentros | ||
|Beta Code=makro/kentros | |Beta Code=makro/kentros | ||
|Definition= | |Definition=μακρόκεντρον,<br><span class="bld">A</span> [[with long sting]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''532a17.<br><span class="bld">2</span> of figs, [[with long pedicle]], Jul.''Ep.''180. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[langstachelig]]</i>, Arist. <i>H.A</i>. 4.7. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 21:55, 24 November 2023
English (LSJ)
μακρόκεντρον,
A with long sting, Arist.HA532a17.
2 of figs, with long pedicle, Jul.Ep.180.
German (Pape)
langstachelig, Arist. H.A. 4.7.
Russian (Dvoretsky)
μακρόκεντρος: имеющий длинное жало, с длинным жалом (τὰ ἔντομα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μακρόκεντρος: ὁ ἔχων μακρὸν κέντρον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 7.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μακρόκεντρος, -ον) νεοελλ. (το αρχ. ως ουσ.) ο μακρόκεντρος
ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας braconidae
αρχ.
1. (για τον σκορπιό) αυτός που έχει μακρύ κεντρί («καὶ μόνον δή τῶν ἐντόμων τοῦτο μακρόκεντρόν ἐστι», Αριστ.)
2. (για καρπούς, φύλλα) αυτός που έχει μακρύ μίσχο, μακρύ κοτσάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -κεντρος (< κέντρον), πρβλ. ομό-κεντρος. Ο επιστημονικός όοος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrocentrus].