μονωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monotikos
|Transliteration C=monotikos
|Beta Code=monwtiko/s
|Beta Code=monwtiko/s
|Definition=ή, όν, [[left alone]], [[solitary]], βίος <span class="bibl">Ph.1.549</span>; [[ζῷα]] ib.<span class="bibl">150</span>.
|Definition=μονωτική, μονωτικόν, [[left alone]], [[solitary]], βίος Ph.1.549; [[ζῷα]] ib.150.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονωτικός Medium diacritics: μονωτικός Low diacritics: μονωτικός Capitals: ΜΟΝΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: monōtikós Transliteration B: monōtikos Transliteration C: monotikos Beta Code: monwtiko/s

English (LSJ)

μονωτική, μονωτικόν, left alone, solitary, βίος Ph.1.549; ζῷα ib.150.

German (Pape)

[Seite 206] vereinzelt lebend, ζῷα, Arist. H. A. 1, 1, den ἀγελαῖα entggstzt, v.l. μονοδικά, auch bei Bekk.

Russian (Dvoretsky)

μονωτικός: склонный к одиночеству, живущий одиноко (ζῷα Arst. - v.l. к μοναδικός).

Greek (Liddell-Scott)

μονωτικός: -ή, -όν, μεμονωμένος, βίος Φίλων 1. 549.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μονωτικός, -ή, -όν) μονώ
νεοελλ.
1. αυτός που απομονώνει κάτι από κάτι άλλο
2. κατάλληλος για μόνωση
3. φρ. α) «μονωτικά υλικά»
i) τεχνολ. υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την ακουστική ή θερμική μόνωση ενός χώρου ή για τη μόνωση ενός ρευματοφόρου αγωγού
ii) (ηλεκτρ.) ουσίες ή σώματα τών οποίων η ηλεκτρική αγωγιμότητα είναι πρακτικά ίση με μηδέν ή πολύ ασθενής
β) «μονωτική ταινία» — ταινία που χρησιμοποιείται για μόνωση ηλεκτροφόρων καλωδίων
αρχ.
μονήρης, μοναχικός (α. «μονωτικὸς καὶ ἀνιαρὸς βίος», Φίλ.- β. «μονωτικὰ ζῷα», Φίλ.).