μυόχοδος: Difference between revisions
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myochodos | |Transliteration C=myochodos | ||
|Beta Code=muo/xodos | |Beta Code=muo/xodos | ||
|Definition=[[γέρων]], old [[mouse-dung]], an abusive name in | |Definition=[[γέρων]], old [[mouse-dung]], an abusive name in Men.430; cf. <b class="b3">μυόχοδον· οὐδενὸς ἄξιον</b>, Phot. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
γέρων, old mouse-dung, an abusive name in Men.430; cf. μυόχοδον· οὐδενὸς ἄξιον, Phot.
German (Pape)
[Seite 218] γέρων, ὁ, der alte Mäusekötel, ein Schimpfwort bei Menand., s. Phot. 282, 11; Hesych. erkl. ὁ μηδενὸς ἄξιος.
Russian (Dvoretsky)
μυόχοδος: бран. из мышиного помета (γέρων Men.).
Greek (Liddell-Scott)
μυόχοδος: γέρων, ὑβριστικὴ λέξις ὡς τὸ «κοπρίτης» νῦν, Μένανδρ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 7.
Greek Monolingual
μυόχοδος, -ον (ΑΜ)
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυόχοδον
περίττωμα ποντικού, ποντικοκούραδο
αρχ.
1. (κατά τον Φώτ.) «μυόχοδον
οὐδενὸς ἄξιον»
2. φρ. «μυόχοδος γέρων» — λεγόταν υβριστικά για ανάξιο και τιποτένιο γέροντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -χοδος (< χόδον < χέζω)].