ταλασιουργός: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=talasiourgos | |Transliteration C=talasiourgos | ||
|Beta Code=talasiourgo/s | |Beta Code=talasiourgo/s | ||
|Definition=ὁ, ἡ, [[wool-spinner]], | |Definition=ὁ, ἡ, [[wool-spinner]], Id.''Ion''540c, Trypho ap.Ath.14.618d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[spinner of wool]] | |woodrun=[[spinner of wool]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού κατεργάζεται μαλλιά). Ἀπό τό [[ταλασία]] τοῦ [[τλάω]] + [[ἔργω]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[τλάω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, wool-spinner, Id.Ion540c, Trypho ap.Ath.14.618d.
German (Pape)
[Seite 1065] Wolle bearbeitend, spinnend; γυνή Plat. Ion 540 c; ὁ ταλασιουργός, der Wollspinner.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui travaille ou qui file la laine.
Étymologie: ταλασία, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰσῐουργός: прядущий шерсть (γυνή Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰσιουργός: ὁ, ἡ, (*ἔργω) ὁ ταλασιουργῶν, ὁ κλώθων ἔρια, κατεργαζόμενος αὐτά, Πλάτ. Ἴων 540C, Ἀθήν. 618D.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
αυτός που ασχολείται με την ταλασιουργία, δηλαδή την κατεργασία του μαλλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλασία «επεξεργασία ερίου» + -ουργός (< έργον), πρβλ. ιστουργός].
Greek Monotonic
τᾰλᾰσιουργός: ὁ, ἡ (*ἔργω), αυτός που κλώθει, που κατεργάζεται μαλλί, σε Πλάτ.
Middle Liddell
τᾰλᾰσι-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
a wool-spinner, Plat.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού κατεργάζεται μαλλιά). Ἀπό τό ταλασία τοῦ τλάω + ἔργω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα τλάω.