ἀνεθέλητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anethelitos
|Transliteration C=anethelitos
|Beta Code=a)neqe/lhtos
|Beta Code=a)neqe/lhtos
|Definition=ον, [[unwished for]], [[unwelcome]], ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον <span class="bibl">Hdt.7.88</span>; <b class="b3">ἀ. γίνεταί τι</b> ib.<span class="bibl">133</span>.
|Definition=ἀνεθέλητον, [[unwished for]], [[unwelcome]], ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον [[Herodotus|Hdt.]]7.88; <b class="b3">ἀ. γίνεταί τι</b> ib.133.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non voulu, qu’on supporte avec peine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐθέλω]].
|btext=ος, ον :<br />[[non voulu]], [[qu'on supporte avec peine]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐθέλω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεθέλητος Medium diacritics: ἀνεθέλητος Low diacritics: ανεθέλητος Capitals: ΑΝΕΘΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anethélētos Transliteration B: anethelētos Transliteration C: anethelitos Beta Code: a)neqe/lhtos

English (LSJ)

ἀνεθέλητον, unwished for, unwelcome, ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Hdt.7.88; ἀ. γίνεταί τι ib.133.

Spanish (DGE)

-ον
1 inesperado, no deseado ἐς συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Hdt.7.88, ὅ τι ... ἀνεθέλητον γενέσθαι Hdt.7.133.
2 adv. -ως involuntariamente Cyr.Al.M.69.848D.

German (Pape)

[Seite 220] unfreiwillig, unerwünscht, συμφορά Her. 7, 88. 133; auch adv.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non voulu, qu'on supporte avec peine.
Étymologie: , ἐθέλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεθέλητος: нежеланный, неприятный (συμφορά Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεθέλητος: -ον, ὃν δὲν θέλει τις, ἀβούλητος, ἀπροαίρετος, ἀπευκταῖος, ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Ἡρόδ. 7. 88· ἀν. γίνεταί τι αὐτόθι 133: πρβλ. ἀναγκαῖος· ἀκούσιος, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -τως ἀντιθέτως πρὸς τὸ θελητῶς, Κύριλλ. ΙΙ. ἄνευ θελήσεως, «ἀνεθέλητον πάντῃ καὶ ἀνενέργητον τὸν Χριστὸν ὑπογράφειν» Πρακτ. Λατεραν. Συνόδ. τόμ. 3, στηλ. 717. 14, 724. 38, 700. 42. - «οὐ γὰρ γέγονέ ποτε ἄνθρωπος ἀνεθέλητος» Ἰω. Δαμασκ. τόμ. 1, σ. 546Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεθέλητος, -ον)
1. ανεπιθύμητος, απευκταίος
2. στερούμενος βούλησης, άβουλος, άγνωμος.

Greek Monotonic

ἀνεθέλητος: -ον (ἐθέλω), ανεπιθύμητος, μη ευπρόσδεκτος, απευκταίος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐθέλω
unwished for, unwelcome, Hdt.