ἴσαν: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isan | |Transliteration C=isan | ||
|Beta Code=i)/san | |Beta Code=i)/san | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[they went]], 3pl. impf. Ep. of [[εἶμι]] ([[ibo]]), Hom.<br><span class="bld">II</span> [[they knew]], 3pl. plpf. Ep. of [[οἶδα]], Il.18.405, Od.4.772. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἴσαν:'''<b class="num">I.</b> πορεύονταν, απέρχονταν, Επικ. | |lsmtext='''ἴσαν:'''<b class="num">I.</b> πορεύονταν, απέρχονταν, Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του [[εἶμι]] ([[ibo]])·<br /><b class="num">II.</b> γνώριζαν, Επικ. γʹ πληθ. υπερσ. του [[οἶδα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
A they went, 3pl. impf. Ep. of εἶμι (ibo), Hom.
II they knew, 3pl. plpf. Ep. of οἶδα, Il.18.405, Od.4.772.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. épq. impf. de εἶμι;
3ᵉ pl. épq. impf. de ἴσημι, savoir;
3ᵉ pl. pqp. épq. de οἶδα.
Russian (Dvoretsky)
ἴσαν:
I эп. 3 л. pl. impf. к εἶμι.
II эп. 3 л. pl. ppf. к οἶδα.
Greek (Liddell-Scott)
ἴσαν: ἐπορεύοντο, ἀπήρχοντο· γ΄πληθ. παρατ. Ἐπικ. τοῦ εἶμι. Ὅμ. ἐν Ἰλ. Α. 494, κ. ἀλλ. ΙΙ. ᾔδεσαν, ἐγίγνωσκον, γ΄πληθ. ὑπερσ. Ἐπικ. τοῦ οἶδα, ἀλλὰ Θέτις τε καὶ Εὐρυνόμη ἴσαν Ἰλ. Σ. 405, Ὀδ. Δ. 772.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
ἴσαν (Α)
(επικ. τ. του γ' πληθ. προσ. παρατ. του εἶμί, αντί ᾔεσαν ή ᾖσαν) πορεύονταν, απέρχονταν, έφευγαν.
(II)
ἴσαν (Α)
(επικ. τ. του γ' πληθ. προσ. του υπερσυντ. του οἶδα, αντί ἤδεσαν) γνώριζαν («ἀλλὰ Θέτις τε καὶ Εὐρυνόμη ἴσαν», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἴσαν:I. πορεύονταν, απέρχονταν, Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του εἶμι (ibo)·
II. γνώριζαν, Επικ. γʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα.