Ὅπλητες: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Oplites
|Transliteration C=Oplites
|Beta Code=*(/oplhtes
|Beta Code=*(/oplhtes
|Definition=οἱ, = [[ὁπλῖται]], name of one of the four old tribes at Athens, <span class="bibl">Hdt.5.66</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1580</span>, <span class="title">CIG</span>3665 ii 32 (Cyzicus); [[Ὁπλήθων]] (gen. pl.) <span class="title">SIG</span>57.2 (Milet., v B. C.); φυλὴ Ὁπλείτων <span class="title">Dacia</span>1.273 (Tomi); cf. [[Αἰγικορεῖς]].
|Definition=οἱ, = [[ὁπλῖται]], name of one of the four old tribes at Athens, [[Herodotus|Hdt.]]5.66, [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''1580, ''CIG''3665 ii 32 (Cyzicus); [[Ὁπλήθων]] (gen. pl.) ''SIG''57.2 (Milet., v B. C.); φυλὴ Ὁπλείτων ''Dacia''1.273 (Tomi); cf. [[Αἰγικορεῖς]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 09:36, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὅπλητες Medium diacritics: Ὅπλητες Low diacritics: Όπλητες Capitals: ΌΠΛΗΤΕΣ
Transliteration A: Hóplētes Transliteration B: Hoplētes Transliteration C: Oplites Beta Code: *(/oplhtes

English (LSJ)

οἱ, = ὁπλῖται, name of one of the four old tribes at Athens, Hdt.5.66, E.Ion1580, CIG3665 ii 32 (Cyzicus); Ὁπλήθων (gen. pl.) SIG57.2 (Milet., v B. C.); φυλὴ Ὁπλείτων Dacia1.273 (Tomi); cf. Αἰγικορεῖς.

Russian (Dvoretsky)

Ὅπλητες: οἱ Гоплеты (одна из четырех древнейших фил в Аттике) Her., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

Ὅπλητες: οἱ, = ὁπλῖται, ὄνομα μιᾶς τῶν ἀρχαίων φυλῶν ἐν Ἀθήναις, Ἡρόδ. 5. 66, Εὐρ. Ἴων. 1580· πρβλ. Αἰγικορεῖς.

Greek Monolingual

Ὅπλητες, οἱ (Α)
μία από τις τέσσερεις αρχαίες φυλές της Αττικής πριν από τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να προέρχεται από τον τ. Ὅπλης, -ητος (< ὅπλον), πρβλ. γυμνῆτες: γυμνός, κουρῆτες: κοῦρος. Σύμφωνα με μία άποψη, οι Ὅπλητες ήταν πολεμιστές, ενώ, κατ' άλλη, τεχνίτες].

Greek Monotonic

Ὅπλητες: οἱ, = ὁπλῖται, ονομασία μιας από τις τέσσερις αρχαιότερες φυλές των Αθηνών, σε Ηρόδ., Ευρ.

Middle Liddell

= ὁπλῖται]
name of one of the four old tribes at Athens, Hdt., Eur.