ὁμοίιος: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - "shd. " to "should ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omoiios | |Transliteration C=omoiios | ||
|Beta Code=o(moi/ios | |Beta Code=o(moi/ios | ||
|Definition=(A), ον, Ep. Adj. of uncertain meaning, perhaps < | |Definition=(A), ον, Ep. Adj. of uncertain meaning, perhaps<br><span class="bld">A</span> [[distressing]] ( = [[κακός]] acc. to Anon. ap. Apollon.''Lex.'', also expld. as [[common to all]] or [[impartial]], ibid., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], cf. [[ξυνός]]), ἀλλά σε γῆρας τείρει ὁ. Il.4.315, cf. ''h.Ven.'' 244; θάνατος Od.3.236; νεῖκος Il.4.444; πόλεμος 9.440, 13.358, 15.670, al. (In place of [[ὁμοιίου]] () <b class="b3">πολέμοιο ὁμοιίοο πτολέμοιο</b> should be restored.)<br /><br />(B), ον, Ep. (not in Hom.) for <b class="b3">ὁμοῖος, πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος</b> [[like in mind]] or [[wish]], [[at one with]], Hes.''Op.''182; δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος Xenoph.23.2; θηκτοῖσιν ὁμοίιος ἦεν ἀκωκαῖς Pancrat. ''Oxy.''1085.23; <b class="b3">χἁ νὺξ.. ἴσα καὶ ὁμοίιος ἀώς</b> night and day are [[equal]], Bion''Fr.''15.18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 15:56, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), ον, Ep. Adj. of uncertain meaning, perhaps
A distressing ( = κακός acc. to Anon. ap. Apollon.Lex., also expld. as common to all or impartial, ibid., Hsch., cf. ξυνός), ἀλλά σε γῆρας τείρει ὁ. Il.4.315, cf. h.Ven. 244; θάνατος Od.3.236; νεῖκος Il.4.444; πόλεμος 9.440, 13.358, 15.670, al. (In place of ὁμοιίου () πολέμοιο ὁμοιίοο πτολέμοιο should be restored.)
(B), ον, Ep. (not in Hom.) for ὁμοῖος, πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος like in mind or wish, at one with, Hes.Op.182; δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος Xenoph.23.2; θηκτοῖσιν ὁμοίιος ἦεν ἀκωκαῖς Pancrat. Oxy.1085.23; χἁ νὺξ.. ἴσα καὶ ὁμοίιος ἀώς night and day are equal, BionFr.15.18.
Greek Monolingual
(I)
ὁμοίιος, -ον (Α)
(για τα γηρατειά, τον πόλεμο και τον θάνατο) κακός, ολέθριος ή αυτός που είναι κοινός για όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Η λ. σήμαινε αρχικώς «αυτός που είναι κοινός, όμοιος για όλους» και αποτελεί επικ. εκτεταμένο τ. του επιθ. ὁμοῖος (πρβλ. γελοίιος: γελοῖος). Κατ' άλλους, η λ. έχει τη σημ. «κακός, ολέθριος» και προέρχεται από αμάρτυρο ὀμο-Fιος < ομο-Fā, τ. ο οποίος συνδέεται με αρχ. ινδ. amĭvā «πόνος, βάσανο, ενόχληση» (πρβλ. ανία)].
(II)
ὁμοίιος, -ον (Α)
βλ. όμοιος.
Middle Liddell
ὁμοίϊος, ον, [epic for ὅμοιος, ον, Il.] [ῑ metri grat. before a long syllable]