τομεῖον: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tomeion
|Transliteration C=tomeion
|Beta Code=tomei=on
|Beta Code=tomei=on
|Definition=τό, = sq. <span class="bibl">1.3</span>, Hp. ap. Gal.19.146.
|Definition=τό, = [[τομεύς]] I. 3, Hp. ap. Gal. 19.146.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[τομεύς]]<br />[[λαβίδα]], [[τσιμπίδα]] («τομεῖον, τομεὺς καλεῑται σιδηροῦν ἐργαλεῖον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῖς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῦσαι ἥλους χρῶνται», Ιπποκρ.).
|mltxt=τὸ, Α [[τομεύς]]<br />[[λαβίδα]], [[τσιμπίδα]] («τομεῖον, τομεὺς καλεῖται σιδηροῦν ἐργαλεῖον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῖς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῦσαι ἥλους χρῶνται», Ιπποκρ.).
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τομεῖον Medium diacritics: τομεῖον Low diacritics: τομείον Capitals: ΤΟΜΕΙΟΝ
Transliteration A: tomeîon Transliteration B: tomeion Transliteration C: tomeion Beta Code: tomei=on

English (LSJ)

τό, = τομεύς I. 3, Hp. ap. Gal. 19.146.

German (Pape)

[Seite 1127] τό, = τομεύς 2, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τομεῖον: τό, (τομὴ) = τομεὺς Ι. 3, «τομεῖον, τομεὺς καλεῖται σιδηροῦν ἐργαλεῖον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῖς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῦσαι ἥλους χρῶνται» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 580.

Greek Monolingual

τὸ, Α τομεύς
λαβίδα, τσιμπίδα («τομεῖον, τομεὺς καλεῖται σιδηροῦν ἐργαλεῖον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῖς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῦσαι ἥλους χρῶνται», Ιπποκρ.).