παραλία: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[χώρα]];<br />côte, littoral de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἅλς]]¹.<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἀκτή]]².
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[χώρα]];<br />[[côte]], [[littoral de la mer]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἅλς]]¹.<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἀκτή]]².
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 11:59, 9 January 2023

German (Pape)

[Seite 487] ἡ, Gegend am Meeresufer.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
s.e. χώρα;
côte, littoral de la mer.
Étymologie: παρά, ἅλς¹.
Par. ἀκτή².

Greek Monolingual

η, ΝΑ, ιων. τ. παραλίη, Α
τμήμα, ζώνη γης ανάμεσα στο σημείο που τελειώνει η θάλασσα, τον αιγιαλό, και στο εσωτερικό της ξηράς, την ενδοχώρα, που έχει την ίδια σύσταση με την ακτή
αρχ.
ως κύριο όν. Παραλία
η εύφορη και γεμάτης όρμους παράκτια λωρίδα του Σαρωνικού και του Ευβοϊκού από τον Ζωστήρα μέχρι το Σούνιο και από εκεί μέχρι την Βραυρώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. παραλία (γῆ) του επιθ. παράλιος.

Russian (Dvoretsky)

παραλία: ион. παραλίη ἡ (sc. χώρα) морское побережье, взморье Her., Polyb., NT, Plut.

Mantoulidis Etymological

(=ἀκτή). Θηλυκό τοῦ ἐπίθ. παράλιος παρά + ἅλς -ἁλός (=θάλασσα).