ριπή: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥιπή]], ΝΜΑ<br /><b>φρ.</b> «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ» — ακαριαία, σε μια [[στιγμή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ταχεία]] [[βολή]] πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, [[αλλά]] συνεχή, [[πίεση]] της σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η [[πίεση]] της σκανδάλης («[[βολή]] [[κατά]] ριπάς»)<br /><b>2.</b> ομαδική [[βολή]] πυροβόλων όπλων («[[ριπή]] πυροβολαρχίας»)<br /><b>3.</b> [[πνοή]] ανέμου («ριπές θαλάσσιας αύρας»)<br /><b>4.</b> <b>(μετεωρ.)</b> <b>φρ.</b> «[[ριπή]] ανέμου» — [[αιφνίδιος]], [[σφοδρός]], μικρής διάρκειας [[άνεμος]], που δείχνει απότομη, [[σχεδόν]] στιγμιαία, [[αύξηση]] της βαρομετρικής πίεσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορμή]], [[φορά]], [[δύναμη]] με την οποία φέρεται ένα [[πράγμα]] που πέφτει ή εξακοντίζεται (α. «ῥιπὴ [[Διόθεν]] τεύχουσα φόβον», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «βελέων [[ῥιπή]]», <b>Πίνδ.</b><br />γ. «ὅσση δ' αἰγανέης ῥιπὴ τέτυκται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> γρήγορη [[κίνηση]] και ο [[ήχος]] που παράγεται από αυτήν (α. «πτερύγων ῥιπαῑς ὑποσυρίζει», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ποδῶν ῥιπᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> ισχυρή, έντονη [[οσμή]] («[[ῥιπή]] οἴνου», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ῥιπὴ Ἀφροδίτης» — η [[ορμή]] του έρωτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥιπ</i>- του [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i>].
|mltxt=η / [[ῥιπή]], ΝΜΑ<br /><b>φρ.</b> «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ» — ακαριαία, σε μια [[στιγμή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ταχεία]] [[βολή]] πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, [[αλλά]] συνεχή, [[πίεση]] της σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η [[πίεση]] της σκανδάλης («[[βολή]] [[κατά]] ριπάς»)<br /><b>2.</b> ομαδική [[βολή]] πυροβόλων όπλων («[[ριπή]] πυροβολαρχίας»)<br /><b>3.</b> [[πνοή]] ανέμου («ριπές θαλάσσιας αύρας»)<br /><b>4.</b> <b>(μετεωρ.)</b> <b>φρ.</b> «[[ριπή]] ανέμου» — [[αιφνίδιος]], [[σφοδρός]], μικρής διάρκειας [[άνεμος]], που δείχνει απότομη, [[σχεδόν]] στιγμιαία, [[αύξηση]] της βαρομετρικής πίεσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορμή]], [[φορά]], [[δύναμη]] με την οποία φέρεται ένα [[πράγμα]] που πέφτει ή εξακοντίζεται (α. «ῥιπὴ [[Διόθεν]] τεύχουσα φόβον», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «βελέων [[ῥιπή]]», <b>Πίνδ.</b><br />γ. «ὅσση δ' αἰγανέης ῥιπὴ τέτυκται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> γρήγορη [[κίνηση]] και ο [[ήχος]] που παράγεται από αυτήν (α. «πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ποδῶν ῥιπᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> ισχυρή, έντονη [[οσμή]] («[[ῥιπή]] οἴνου», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ῥιπὴ Ἀφροδίτης» — η [[ορμή]] του έρωτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥιπ</i>- του [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i>].
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ὁρμή]], [[φορά]]). Ἀπό τό [[ρίπτω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[ὁρμή]], [[φορά]]). Ἀπό τό [[ρίπτω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 14:48, 6 February 2024

Greek Monolingual

η / ῥιπή, ΝΜΑ
φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ» — ακαριαία, σε μια στιγμή
νεοελλ.
1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση της σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση της σκανδάλης («βολή κατά ριπάς»)
2. ομαδική βολή πυροβόλων όπλων («ριπή πυροβολαρχίας»)
3. πνοή ανέμου («ριπές θαλάσσιας αύρας»)
4. (μετεωρ.) φρ. «ριπή ανέμου» — αιφνίδιος, σφοδρός, μικρής διάρκειας άνεμος, που δείχνει απότομη, σχεδόν στιγμιαία, αύξηση της βαρομετρικής πίεσης
αρχ.
1. ορμή, φορά, δύναμη με την οποία φέρεται ένα πράγμα που πέφτει ή εξακοντίζεται (α. «ῥιπὴ Διόθεν τεύχουσα φόβον», Αισχύλ.
β. «βελέων ῥιπή», Πίνδ.
γ. «ὅσση δ' αἰγανέης ῥιπὴ τέτυκται», Ομ. Ιλ.)
2. γρήγορη κίνηση και ο ήχος που παράγεται από αυτήν (α. «πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει», Αισχύλ.
β. «ποδῶν ῥιπᾷ», Ευρ.)
3. ισχυρή, έντονη οσμήῥιπή οἴνου», Πίνδ.)
4. φρ. «ῥιπὴ Ἀφροδίτης» — η ορμή του έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥιπ- του ῥίπτω + κατάλ. -ή].

Mantoulidis Etymological

(=ὁρμή, φορά). Ἀπό τό ρίπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.