ζυμωτός: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zymotos | |Transliteration C=zymotos | ||
|Beta Code=zumwto/s | |Beta Code=zumwto/s | ||
|Definition= | |Definition=ζυμωτή, ζυμωτόν, [[fermented]], [[leavened]], [[LXX]] ''Ex.''13.7, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
ζυμωτή, ζυμωτόν, fermented, leavened, LXX Ex.13.7, al.
German (Pape)
[Seite 1142] gesäuert, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ζῡμωτός: -ή, -όν, ἔχων προζύμιον, ὑποστὰς ζύμωσιν, Ἑβδ. (Ἐξόδ. ιγ΄, 7. κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ζυμωτός, -όν) ζυμώ
αυτός που έχει ζύμη, που έχει υποστεί ζύμωση, ένζυμος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ζυμωθεί με τα χέρια («ζυμωτό ψωμί»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτό
η ποσότητα τών αλεύρων που ζυμώνεται κάθε φορά και η ανάλογη αρτοπαραγωγή.