θαλασσοειδής: Difference between revisions
ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thalassoeidis | |Transliteration C=thalassoeidis | ||
|Beta Code=qalassoeidh/s | |Beta Code=qalassoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=θαλασσοειδές, [[like the sea]], [[sea-green]], Hp.''Vid.Ac.''1, Democr. Eph.''1'', Str.17.1.35; χρῶμα Hero''Aut.''30.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
θαλασσοειδές, like the sea, sea-green, Hp.Vid.Ac.1, Democr. Eph.1, Str.17.1.35; χρῶμα HeroAut.30.6.
German (Pape)
[Seite 1182] ές, meerähnlich, von der Farbe, ἱμάτια Ath. XII, 525 d aus Democr.
Russian (Dvoretsky)
θαλασσοειδής: цвета морской воды (θαλασσοειδῆ ἱμάτια Democr.).
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλασσοειδής: -ές, ὅμοιος τῇ θαλάσσῃ, ἔχων τὸ τῆς θαλάσσης χρῶμα, ἱμάτια Δημόκρ. Ἐφ. παρ’ Ἀθην. 525D.
Spanish
Greek Monolingual
-ές (Α θαλασσοειδής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα της θάλασσας, γαλαζοπράσινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -ειδής (< είδος), πρβλ. κυματοειδής, ομοειδής].
Léxico de magia
-ές que tiene forma de mar de la divinidad suprema ὁρκίζω σε τὸν συνσείοντα τοὺς τέσσαρας ἀνέμους ἀπὸ τῶν ἱερῶν αἰώνων, οὐρανοειδῆ, θαλασσοειδῆ, νεφελοειδῆ te conjuro a ti por el que agita conjuntamente los cuatro vientos desde los sagrados eones, el que tiene forma de cielo, forma de mar, forma de nube P IV 3067