μειζότερος: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(CSV import) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μειζότερος]], -έρα, -ον (ΑM, Α και μειζονώτερος, -έρα, -ον, Μ και μειζονότερος, -έρα, -ον)<br /><b>βλ.</b> [[μείζων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ.</b> [[μείζων]]]. | |mltxt=[[μειζότερος]], -έρα, -ον (ΑM, Α και μειζονώτερος, -έρα, -ον, Μ και μειζονότερος, -έρα, -ον)<br /><b>βλ.</b> [[μείζων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ.</b> [[μείζων]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=s. [[μείζων]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 12:37, 30 November 2022
English (LSJ)
English (Strong)
continued comparative of μείζων; still larger (figuratively): greater.
English (Thayer)
μειζοτερα, μειζοτερον, see μέγας, at the beginning
Greek Monolingual
μειζότερος, -έρα, -ον (ΑM, Α και μειζονώτερος, -έρα, -ον, Μ και μειζονότερος, -έρα, -ον)
βλ. μείζων.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. μείζων].
German (Pape)
s. μείζων.
Russian (Dvoretsky)
μειζότερος: NT compar. к μέγας.
Chinese
原文音譯:meizÒteroj 姆索帖羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(更)大
字義溯源:較大的,更大的;源自(μείζων)=更重大),而 (μείζων)出自(μέγας)*=大)
出現次數:總共(1);約叄(1)
譯字彙編:
1) 更大的(1) 約叄1:4