κύρβις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> [[κύρβεις]], [[κύρβιες]], [[triangular]] [[tablet]]s, fitted at the angles so as to [[form]] a [[pyramid]] of [[three]] sides, and having the earliest [[law]]s written on the sides, Ar., Plat.<br /><b class="num">II.</b> in sg. metaph. of a [[pettifogging]] [[lawyer]], Ar.
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ὁ) :<br /><i>rar. au sg., d'ord. au pl.</i> οἱ κύρβεις, εων;<br /><i>ion.</i> [[κύρβιες]], ων;<br /><b>1</b> <i>touj. au pl.</i> table formant une sorte de pyramide à trois côtés tournant sur un pivot et où étaient inscrites les anciennes lois d'Athènes (cf. ἄξονες) ; <i>en gén.</i> toute table de lois;<br /><b>2</b> table <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' DELG origine inconnue ; emprunt possible <i>ou</i> probable.
|btext=εως (ὁ) :<br /><i>rar. au sg., d'ord. au pl.</i> οἱ [[κύρβεις]], εων;<br /><i>ion.</i> [[κύρβιες]], ων;<br /><b>1</b> <i>touj. au pl.</i> table formant une sorte de pyramide à trois côtés tournant sur un pivot et où étaient inscrites les anciennes lois d'Athènes (cf. ἄξονες) ; <i>en gén.</i> toute table de lois;<br /><b>2</b> [[table]] <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' DELG origine inconnue ; emprunt possible <i>ou</i> probable.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κύρβις:''' εως, ион. ιος ἡ и ὁ (преимущ. pl. [[κύρβεις]] - ион. [[κύρβιες]])<br /><b class="num">1)</b> [[скрижаль]] (вращающийся столб в форме трехгранной пирамиды с начертанными на нем законами) Arst., Plut.: θύειν τὰς θυσίας τὰς ἐκ τῶν κύρβεων Lys. совершать жертвоприношения согласно скрижалям;<br /><b class="num">2)</b> ирон. [[ходячий свод законов]], [[законник]], [[крючкотвор]] Arph.;<br /><b class="num">3)</b> [[столп]]: [[κύρβιες]] Ἀλκείδαο Anth. столпы Алкида, т. е. Геракловы;<br /><b class="num">4)</b> [[таблица]]: [[κύρβεις]] γηραλέαι Anth. древние таблицы (с текстом Гомеровских поэм).
|elrutext='''κύρβις:''' εως, ион. ιος ἡ и ὁ (преимущ. pl. [[κύρβεις]] - ион. [[κύρβιες]])<br /><b class="num">1</b> [[скрижаль]] (вращающийся столб в форме трехгранной пирамиды с начертанными на нем законами) Arst., Plut.: θύειν τὰς θυσίας τὰς ἐκ τῶν κύρβεων Lys. совершать жертвоприношения согласно скрижалям;<br /><b class="num">2</b> ирон. [[ходячий свод законов]], [[законник]], [[крючкотвор]] Arph.;<br /><b class="num">3</b> [[столп]]: [[κύρβιες]] Ἀλκείδαο Anth. столпы Алкида, т. е. Геракловы;<br /><b class="num">4</b> [[таблица]]: [[κύρβεις]] γηραλέαι Anth. древние таблицы (с текстом Гомеровских поэм).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κύρβις -εως, ἡ inscriptieplaat ( spec. in Athene met de oudste wetteksten).
|elnltext=κύρβις -εως, ἡ [[inscriptieplaat]] (spec. in Athene met de oudste wetteksten).
}}
{{grml
|mltxt=[[κύρβεις]], -εων και [[κύρβιες]], αἱ και οί (Α)<br /><b>1.</b> τριγωνικοί ξύλινοι ή χάλκινοι ή λίθινοι πίνακες ενωμένοι σε τρίεδρη [[πυραμίδα]] η οποία στρεφόταν [[γύρω]] από άξονα, [[πάνω]] στους οποίους ήταν γραμμένοι οι αρχαιότατοι νόμοι («ἀναγράψαντες δὲ τοὺς νόμους εἰς τοὺς [[κύρβεις]], ἔστησαν ἐν τῇ στοᾷ τῇ βασιλείῳ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πίνακας]] ή [[στήλη]] με επιγραφές που περιείχαν νόμους ή δόγματα ή αποφάσεις<br /><b>3.</b> γεωγραφικοί πίνακες<br /><b>4.</b> τοιχογραφίες<br /><b>5.</b> οι στήλες του Ηρακλέους<br /><b>6.</b> (θηλ. στον εν.) <i>ἡ [[κύρβις]]</i><br />η [[εταίρα]]<br /><b>7.</b> (το αρσ. στον εν.) <i>ὁ [[κύρβις]]</i><br />α) [[νομικός]] [[λεπτολόγος]] που ασχολείται με μηδαμινά πράγματα<br />β) η [[σκυτάλη]] τών Σπαρτιατών<br />γ) [[πινακίδιο]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[κύρβεις]] γηραλέαι» — τα ποιήματα του Ομήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., που συνδέεται ίσως με τη λ. [[κύρβη]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 March 2024

Middle Liddell

I. κύρβεις, κύρβιες, triangular tablets, fitted at the angles so as to form a pyramid of three sides, and having the earliest laws written on the sides, Ar., Plat.
II. in sg. metaph. of a pettifogging lawyer, Ar.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
rar. au sg., d'ord. au pl. οἱ κύρβεις, εων;
ion. κύρβιες, ων;
1 touj. au pl. table formant une sorte de pyramide à trois côtés tournant sur un pivot et où étaient inscrites les anciennes lois d'Athènes (cf. ἄξονες) ; en gén. toute table de lois;
2 table en gén.
Étymologie: DELG origine inconnue ; emprunt possible ou probable.

Russian (Dvoretsky)

κύρβις: εως, ион. ιος ἡ и ὁ (преимущ. pl. κύρβεις - ион. κύρβιες)
1 скрижаль (вращающийся столб в форме трехгранной пирамиды с начертанными на нем законами) Arst., Plut.: θύειν τὰς θυσίας τὰς ἐκ τῶν κύρβεων Lys. совершать жертвоприношения согласно скрижалям;
2 ирон. ходячий свод законов, законник, крючкотвор Arph.;
3 столп: κύρβιες Ἀλκείδαο Anth. столпы Алкида, т. е. Геракловы;
4 таблица: κύρβεις γηραλέαι Anth. древние таблицы (с текстом Гомеровских поэм).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύρβις -εως, ἡ inscriptieplaat (spec. in Athene met de oudste wetteksten).

Greek Monolingual

κύρβεις, -εων και κύρβιες, αἱ και οί (Α)
1. τριγωνικοί ξύλινοι ή χάλκινοι ή λίθινοι πίνακες ενωμένοι σε τρίεδρη πυραμίδα η οποία στρεφόταν γύρω από άξονα, πάνω στους οποίους ήταν γραμμένοι οι αρχαιότατοι νόμοι («ἀναγράψαντες δὲ τοὺς νόμους εἰς τοὺς κύρβεις, ἔστησαν ἐν τῇ στοᾷ τῇ βασιλείῳ», Αριστοτ.)
2. πίνακας ή στήλη με επιγραφές που περιείχαν νόμους ή δόγματα ή αποφάσεις
3. γεωγραφικοί πίνακες
4. τοιχογραφίες
5. οι στήλες του Ηρακλέους
6. (θηλ. στον εν.) κύρβις
η εταίρα
7. (το αρσ. στον εν.) κύρβις
α) νομικός λεπτολόγος που ασχολείται με μηδαμινά πράγματα
β) η σκυτάλη τών Σπαρτιατών
γ) πινακίδιο
8. φρ. «κύρβεις γηραλέαι» — τα ποιήματα του Ομήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., που συνδέεται ίσως με τη λ. κύρβη].