τροπαλίς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
|ptext=[ᾱ], ίδος, ἡ, <i>ein [[Bündel]]</i>, σκορόδων Ar. <i>Ach</i>. 813; auch [[τροπαλλίς]] [[geschrieben]], eigtl. dor. Form von [[τροπηλίς]], das sich nur in <i>Vetera Lexica</i> findet.
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τροπᾱλίς:''' ίδος ἡ пучок, связка (σκορόδων Arph.).
|elrutext='''τροπᾱλίς:''' ίδος ἡ [[пучок]], [[связка]] (σκορόδων Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 6: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τροπαλλίς]], -[[ίδος]], και [[τρόπαλις]] και αττ. τ. [[τρόπηλις]] και, [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]], τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α<br />[[δέσμη]], [[δεμάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. [[τροπαλλίς]] <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i> της ρίζας του [[τρέπω]] <span style="color: red;">+</span> [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>αλ</i>- με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]- (<b>πρβλ.</b> <i>θαμν</i>-<i>ίς</i>). Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε <i>τροπᾱλίς</i>, [[γιατί]] ο [[στίχος]] υποτίθεται ότι λέγεται από έναν Μεγαρέα].
|mltxt=και [[τροπαλλίς]], -ίδος, και [[τρόπαλις]] και αττ. τ. [[τρόπηλις]] και, [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]], τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α<br />[[δέσμη]], [[δεμάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. [[τροπαλλίς]] <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i> της ρίζας του [[τρέπω]] <span style="color: red;">+</span> [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>αλ</i>- με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος- ([[πρβλ]]. [[θαμνίς]]). Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε <i>τροπᾱλίς</i>, [[γιατί]] ο [[στίχος]] υποτίθεται ότι λέγεται από έναν Μεγαρέα].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''τροπαλίς''': [[τρόπις]], [[τρόπος]] u.a.<br />{tropalís}<br />'''See also''': s. [[τρέπω]].<br />'''Page''' 2,934
|ftr='''τροπαλίς''': [[τρόπις]], [[τρόπος]] u.a.<br />{tropalís}<br />'''See also''': s. [[τρέπω]].<br />'''Page''' 2,934
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], ίδος, ἡ, <i>ein [[Bündel]]</i>, σκορόδων Ar. <i>Ach</i>. 813; auch [[τροπαλλίς]] [[geschrieben]], eigtl. dor. Form von [[τροπηλίς]], das sich nur in <i>VLL</i> findet.
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

German (Pape)

[ᾱ], ίδος, ἡ, ein Bündel, σκορόδων Ar. Ach. 813; auch τροπαλλίς geschrieben, eigtl. dor. Form von τροπηλίς, das sich nur in Vetera Lexica findet.

Russian (Dvoretsky)

τροπᾱλίς: ίδος ἡ пучок, связка (σκορόδων Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τροπᾱλίς: -ίδος, ἡ, ὡς τὸ δέσμη, δεσμίς, «δεμάτι», σκορόδων τροπαλίδος, δέσμης σκόρδων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 813. Φαίνεται ὅτι εἶναι Δωρ. ἀντὶ τρόπηλις, ὅπερ οὕτω τονιζόμενον φέρεται παρ’ Ἀρκαδίῳ 31. 14· ἀλλ’ ὁ Σχολ. γράφει τροπαλλίς, ίδος, καὶ ὁ Ἡσύχ. τριοπηλίς, τριτοπηλίς, «τριοπηλίς· δέσμη σκορόδων», «τριτοπηλίς· σκορόδων δέσμη, ἀπὸ τοῦ πιπιλῆσθαι καὶ συνεστράφθαι».

Greek Monolingual

και τροπαλλίς, -ίδος, και τρόπαλις και αττ. τ. τρόπηλις και, κατά το λεξ. Σούδα, τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α
δέσμη, δεμάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. τροπαλλίς < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ της ρίζας του τρέπω + υγρό ένθημα -αλ- με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- + κατάλ. -ίς, -ίδος- (πρβλ. θαμνίς). Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε τροπᾱλίς, γιατί ο στίχος υποτίθεται ότι λέγεται από έναν Μεγαρέα].

Frisk Etymology German

τροπαλίς: τρόπις, τρόπος u.a.
{tropalís}
See also: s. τρέπω.
Page 2,934