ἀποθρῴσκω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apothrosko
|Transliteration C=apothrosko
|Beta Code=a)poqrw/|skw
|Beta Code=a)poqrw/|skw
|Definition=aor. [[ἀπέθορον]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[leap off from]], νηός <span class="bibl">Il.2.702</span>; <b class="b3">ἀπὸ τῶν ἴππων, ἀπὸ νεός</b>, <span class="bibl">Hdt.1.80</span>, <span class="bibl">7.182</span>; ἰοὶ ἀπὸ νευρῇφι θορόντες <span class="bibl">Il.16.773</span>: abs., [[spring away]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.206</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[leap up from]], [[rise from]], καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης <span class="bibl">Od.1.58</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[rebound from]], ἔρως ἀντιτύπου κραδίης ἀ. <span class="title">AP</span>9.443 (Paul. Sil.). </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[break off]], of rocks, ἀφ' ὑψηλῆς κορυφῆς <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>375</span>.</span>
|Definition=aor. ἀπέθορον,<br><span class="bld">A</span> [[leap off from]], νηός Il.2.702; <b class="b3">ἀπὸ τῶν ἴππων, ἀπὸ νεός</b>, [[Herodotus|Hdt.]]1.80, 7.182; ἰοὶ ἀπὸ νευρῇφι θορόντες Il.16.773: abs., [[spring away]], Opp.''H.''1.206.<br><span class="bld">2</span> [[leap up from]], [[rise from]], καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης Od.1.58.<br><span class="bld">3</span> [[rebound from]], ἔρως ἀντιτύπου κραδίης ἀ. ''AP''9.443 (Paul. Sil.).<br><span class="bld">4</span> [[break off]], of rocks, ἀφ' ὑψηλῆς κορυφῆς Hes.''Sc.''375.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποθοροῦμαι, <i>ao.2</i> ἀπέθορον;<br /><b>1</b> s'élancer hors de, gén.;<br /><b>2</b> s'élancer du haut de.<br />'''Étymologie:''' [[θρῴσκω]].
|btext=<i>f.</i> ἀποθοροῦμαι, <i>ao.2</i> ἀπέθορον;<br /><b>1</b> s'élancer hors de, gén.;<br /><b>2</b> [[s'élancer du haut de]].<br />'''Étymologie:''' [[θρῴσκω]].
}}
{{pape
|ptext=([[θρῴσκω]],<br><b class="num">1</b> <i>[[herabspringen]]</i>, [[νηός]] <i>Il</i>. 2.702, 16.748; ἀπὸ λέκτροιο θοροῦσα <i>Od</i>. 23.32; ἀπ' ἵππου Her. 3.129; ἀποθορόντες ἀπ' ἵππων 1.80.<br><b class="num">2</b> <i>[[abspringen]], weggeschnellt [[werden]], Il</i>. 16.773 ἰοί τε πτερόεντες ἀπὸ νευρῆφιθορόντες, 15.314 ἀπὸ νευρῆφι δ' ὀϊστοὶ θρῶσκον.<br><b class="num">3</b> <i>von etwas [[emporsteigen]]</i>, vom [[Rauch]], <i>Od</i>. 1.58; vom jähen [[Felsen]], Hes. <i>Sc</i>. 375.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀποθρῴσκω:''' и [[ἀποθρώσκω]] (fut. ἀποθοροῦμαι, aor. 2 ἀπέθορον)<br /><b class="num">1)</b> [[спрыгивать]], [[соскакивать]] (τινός Hom. и [[ἀπό]] τινος Hom., Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[подниматься]], [[вздыматься]] (καπνὸς ἀποθρῴσκων τῆς γαίης Hom.; πέτραι ἀποθρῴσκουσιν Hes.; ἀποθρῴσκει [[ἔρως]] κραδίης Anth.).
|elrutext='''ἀποθρῴσκω:''' и [[ἀποθρώσκω]] (fut. ἀποθοροῦμαι, aor. 2 ἀπέθορον)<br /><b class="num">1</b> [[спрыгивать]], [[соскакивать]] (τινός Hom. и [[ἀπό]] τινος Hom., Her.);<br /><b class="num">2</b> [[подниматься]], [[вздыматься]] (καπνὸς ἀποθρῴσκων τῆς γαίης Hom.; πέτραι ἀποθρῴσκουσιν Hes.; ἀποθρῴσκει [[ἔρως]] κραδίης Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποθρῴσκω:''' μέλ. -[[θοροῦμαι]], αόρ. βʹ <i>ἀπέθορον</i>· [[πηδώ]] έξω ή [[κάτω]] από, [[νηός]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀφ' ἵππου</i>, ἀπὸ [[νεός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[αναπηδώ]] από, [[ανέρχομαι]], υψώνομαι από· <i>καπνὸν ἀποθρῴσκοντα γαίης</i>, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., αποσπώμαι και κατακρημνίζομαι, λέγεται για βράχους, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἀποθρῴσκω:''' μέλ. -[[θοροῦμαι]], αόρ. βʹ <i>ἀπέθορον</i>· [[πηδώ]] έξω ή [[κάτω]] από, [[νηός]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀφ' ἵππου</i>, ἀπὸ [[νεός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[αναπηδώ]] από, [[ανέρχομαι]], υψώνομαι από· <i>καπνὸν ἀποθρῴσκοντα γαίης</i>, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., αποσπώμαι και κατακρημνίζομαι, λέγεται για βράχους, σε Ησίοδ.
}}
{{pape
|ptext=([[θρῴσκω]],<br><b class="num">1</b> <i>[[herabspringen]]</i>, [[νηός]] <i>Il</i>. 2.702, 16.748; ἀπὸ λέκτροιο θοροῦσα <i>Od</i>. 23.32; ἀπ' ἵππου Her. 3.129; ἀποθορόντες ἀπ' ἵππων 1.80.<br><b class="num">2</b> <i>[[abspringen]], weggeschnellt [[werden]], Il</i>. 16.773 ἰοί τε πτερόεντες ἀπὸ νευρῆφιθορόντες, 15.314 ἀπὸ νευρῆφι δ' ὀϊστοὶ θρῶσκον.<br><b class="num">3</b> <i>von etwas [[emporsteigen]]</i>, vom [[Rauch]], <i>Od</i>. 1.58; vom jähen [[Felsen]], Hes. <i>Sc</i>. 375.
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθρῴσκω Medium diacritics: ἀποθρῴσκω Low diacritics: αποθρώσκω Capitals: ΑΠΟΘΡΩΣΚΩ
Transliteration A: apothrṓiskō Transliteration B: apothrōskō Transliteration C: apothrosko Beta Code: a)poqrw/|skw

English (LSJ)

aor. ἀπέθορον,
A leap off from, νηός Il.2.702; ἀπὸ τῶν ἴππων, ἀπὸ νεός, Hdt.1.80, 7.182; ἰοὶ ἀπὸ νευρῇφι θορόντες Il.16.773: abs., spring away, Opp.H.1.206.
2 leap up from, rise from, καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης Od.1.58.
3 rebound from, ἔρως ἀντιτύπου κραδίης ἀ. AP9.443 (Paul. Sil.).
4 break off, of rocks, ἀφ' ὑψηλῆς κορυφῆς Hes.Sc.375.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἀπέθορον Il.2.702]
1 lanzarse, salir despedido ἰοί τε ... ἀπὸ νευρῆφι θορόντες Il.16.773, πέτραι Hes.Sc.375, ἀντιτύπου ... ἀποθρῴσκει Ἔρως κραδίης Eros sale despedido de un corazón duro, AP 9.443 (Paul.Sil.), ἀποθρῴσκοντα λοχείης υἱέα al hijo que salía a luz del parto Nonn.D.38.146
elevarse καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης Od.1.58.
2 saltar νηός Il.2.702, c. ἀπό y gen. ἀπὸ τῶν ἵππων Hdt.1.80, cf. 3.129, abs. Hdt.7.182, Opp.H.1.206.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποθοροῦμαι, ao.2 ἀπέθορον;
1 s'élancer hors de, gén.;
2 s'élancer du haut de.
Étymologie: θρῴσκω.

German (Pape)

(θρῴσκω,
1 herabspringen, νηός Il. 2.702, 16.748; ἀπὸ λέκτροιο θοροῦσα Od. 23.32; ἀπ' ἵππου Her. 3.129; ἀποθορόντες ἀπ' ἵππων 1.80.
2 abspringen, weggeschnellt werden, Il. 16.773 ἰοί τε πτερόεντες ἀπὸ νευρῆφιθορόντες, 15.314 ἀπὸ νευρῆφι δ' ὀϊστοὶ θρῶσκον.
3 von etwas emporsteigen, vom Rauch, Od. 1.58; vom jähen Felsen, Hes. Sc. 375.

Russian (Dvoretsky)

ἀποθρῴσκω: и ἀποθρώσκω (fut. ἀποθοροῦμαι, aor. 2 ἀπέθορον)
1 спрыгивать, соскакивать (τινός Hom. и ἀπό τινος Hom., Her.);
2 подниматься, вздыматься (καπνὸς ἀποθρῴσκων τῆς γαίης Hom.; πέτραι ἀποθρῴσκουσιν Hes.; ἀποθρῴσκει ἔρως κραδίης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθρῴσκω: μέλλ. -θοροῦμαι: ἀόρ. ἀπέθορον: ― πηδῶ ἐξω ἢ πηδῶ κάτω ἀπό τινος, νηὸς ἀποθρῴσκοντα Ἰλ. Β. 702· ἀποθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων Ἡρόδ. 1. 80· ἀποθορόντες [τῆς νηὸς] 7. 182· ἐπὶ βελῶν, ἐν τμήσει, ἀπὸ νευρῆφι θορόντες, «ἐκπηδῶντες» (Γαζῆς), Ἰλ. Π. 773. ΙΙ. ἀναπηδῶ ἐκ τινος, ἀνέρχομαι, ἱέμενος κὰι καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης Ὀδ. Α. 58· ἔρως κραδίης ἀπ. Ἀνθ. Π. 9. 443 2) ἀποσπῶμαι καὶ κατακρημνίζομαι, ἐπὶ πετρῶν (βράχων) κατακυλιομένων ἐξ ἀποτόμων ὀρέων, ὡς δ’ ὅτ’ ἀφ’ ὑψηλῆς κορυφῆς ὄρεος μεγάλοιο πέτραι ἀποθρῴσκωσιν, ἐπ’ ἀλλήλαις δὲ πέσωσι… εἵως πεδίονδ’ ἀφίκωνται Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 375.

Greek Monotonic

ἀποθρῴσκω: μέλ. -θοροῦμαι, αόρ. βʹ ἀπέθορον· πηδώ έξω ή κάτω από, νηός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀφ' ἵππου, ἀπὸ νεός, σε Ηρόδ.
II. αναπηδώ από, ανέρχομαι, υψώνομαι από· καπνὸν ἀποθρῴσκοντα γαίης, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., αποσπώμαι και κατακρημνίζομαι, λέγεται για βράχους, σε Ησίοδ.