κακόθρους: Difference between revisions
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακόθρους -ουν, zonder contr. κακόθροος -οον [κακός, θρέομαι] kwaadsprekend. | |elnltext=κακόθρους -ουν, zonder contr. κακόθροος -οον [[[κακός]], [[θρέομαι]]] [[kwaadsprekend]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 13:57, 29 November 2022
English (LSJ)
-ουν, contr. for κακόθροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. κακόθροος.
Greek Monolingual
κακόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, υβριστικός, ονειδιστικός («κακόθρους λόγος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύθρους, πολύθρους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόθρους -ουν, zonder contr. κακόθροος -οον [κακός, θρέομαι] kwaadsprekend.
Middle Liddell
κᾰκό-θρους, ουν
evil-speaking, slanderous, Soph.
German (Pape)
zusammengezogen aus κακόθροος.