νεωτερικός: Difference between revisions
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neoterikos | |Transliteration C=neoterikos | ||
|Beta Code=newteriko/s | |Beta Code=newteriko/s | ||
|Definition= | |Definition=νεωτερική, νεωτερικόν,<br><span class="bld">A</span> [[natural to a youth]], [[youthful]], ἀγωγή Plb.10.21.7; αὐθάδεια J.''AJ''16.11.8; ἐπιθυμίαι ''2 Ep.Ti.''2.22; ἁμαρτήματα Vett.Val.118.3. Adv. [[νεωτερικῶς]] Plu.''Dio''4.<br><span class="bld">II</span> [[modern in style]], κάτοπτρον ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1449.56 (iii A.D.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=wie [[νεανικός]], <i>was einem jüngeren Manne, [[νεώτερος]], ansteht, ihm zukommt</i>, νεωτερικὴ [[ἀγωγή]], ζῆλοι, <i>[[jugendlicher]] [[Eifer]]</i>, Pol. 10.24.7 und Sp.; auch adv., wie Plut. <i>Dion</i> 4. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{ntsuppl | {{ntsuppl | ||
|ntstxt=ή, όν<br>de jeune homme ; [[imprudent]], téméraire, inconsidéré<br>[[νεώτερος]] | |ntstxt=ή, όν<br>de jeune homme ; [[imprudent]], téméraire, inconsidéré<br>[[νεώτερος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
νεωτερική, νεωτερικόν,
A natural to a youth, youthful, ἀγωγή Plb.10.21.7; αὐθάδεια J.AJ16.11.8; ἐπιθυμίαι 2 Ep.Ti.2.22; ἁμαρτήματα Vett.Val.118.3. Adv. νεωτερικῶς Plu.Dio4.
II modern in style, κάτοπτρον POxy.1449.56 (iii A.D.).
German (Pape)
wie νεανικός, was einem jüngeren Manne, νεώτερος, ansteht, ihm zukommt, νεωτερικὴ ἀγωγή, ζῆλοι, jugendlicher Eifer, Pol. 10.24.7 und Sp.; auch adv., wie Plut. Dion 4.
Russian (Dvoretsky)
νεωτερικός: юношеский, свойственный молодости (ζῆλοι, ἀγωγή Polyb.; ἐπιθυμίαι NT).
Greek (Liddell-Scott)
νεωτερικός: -ή, -όν, = νεανικός, νεωτερικοὶ ζῆλοι Πολύβ. 10. 24, 7. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλουτ. Δίων 4.
English (Strong)
from the comparative of νέος; appertaining to younger persons, i.e. juvenile: youthful.
English (Thayer)
νεωτερικη, νεωτερικον (νεώτερος, which see), peculiar to the age of youth, youthful: ἐπιθυμίαι, Polybius 10,24, 7; Josephus, Antiquities 16,11, 8.)
Greek Monolingual
νεωτερικός, -ή, -όν (ΑΜ) νεώτερος
1. νέος, πρόσφατος
2. νεωτεριστικός
μσν.
1. επαναστατικός
2. φρ. «ἔρχομαι εἰς λόγους νεωτερικούς»
α) ανταλλάσσω με κάποιον βρισιές, διαπληκτίζομαι
β) απειλώ με στάση, με επανάσταση
αρχ.
1. αυτός που αρμόζει στους νέους, νεανικός («τὰς δὲ νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῡγε», ΚΔ)
2. (για πράγματα) αυτός που έχει νέα, μορφή, μοντέρνος («κάτοπτρον νεωτερικόν», πάπ.).
επίρρ...
νεωτερικῶς (Α)
με νεωτερικό τρόπο, με τρόπο που αρμόζει στους νέους («καὶ νεωτερικῶς προσδοκήσας ὑπὸ τῶν αὐτῶν λόγων ὅμοια πείθεσθαι», Πλούτ.).
Chinese
原文音譯:newterikÒj 尼哦帖里可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:年輕(著)
字義溯源:少年的;源自(νέος)*=新)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 少年的(1) 提後2:22
French (New Testament)
ή, όν
de jeune homme ; imprudent, téméraire, inconsidéré
νεώτερος