τυμπανώδης: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=τυμπᾰνώδης
|Full diacritics=τῠμπᾰνώδης
|Medium diacritics=τυμπανώδης
|Medium diacritics=τυμπανώδης
|Low diacritics=τυμπανώδης
|Low diacritics=τυμπανώδης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tympanodis
|Transliteration C=tympanodis
|Beta Code=tumpanw/dhs
|Beta Code=tumpanw/dhs
|Definition=ες, [[drum-like]], [[as of a drum]], ἦχος <span class="bibl">Sor.2.31</span>,<span class="bibl">37</span>; v. [[τυμπανοειδής]].
|Definition=τυμπανῶδες, [[drumlike]], [[drum-like]], [[as of a drum]], [[ἦχος]] Sor.2.31,37; v. [[τυμπανοειδής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τυμπᾰνώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[τυμπανοειδής]], Σωραν. περὶ Γυνακ. Παθ. 273Α, 287D.
|lstext='''τυμπᾰνώδης''': τυμπανῶδες, συνῃρ. ἀντὶ [[τυμπανοειδής]], Σωραν. περὶ Γυνακ. Παθ. 273Α, 287D.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[τύμπανον]]<br />[[τυμπανοειδής]].
|mltxt=τυμπανῶδες, Α [[τύμπανον]], [[τυμπανοειδής]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ες, zusammengezogen statt [[τυμπανοειδής]].
|ptext=ες, zusammengezogen statt [[τυμπανοειδής]].
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠμπᾰνώδης Medium diacritics: τυμπανώδης Low diacritics: τυμπανώδης Capitals: ΤΥΜΠΑΝΩΔΗΣ
Transliteration A: tympanṓdēs Transliteration B: tympanōdēs Transliteration C: tympanodis Beta Code: tumpanw/dhs

English (LSJ)

τυμπανῶδες, drumlike, drum-like, as of a drum, ἦχος Sor.2.31,37; v. τυμπανοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνώδης: τυμπανῶδες, συνῃρ. ἀντὶ τυμπανοειδής, Σωραν. περὶ Γυνακ. Παθ. 273Α, 287D.

Greek Monolingual

τυμπανῶδες, Α τύμπανον, τυμπανοειδής.

German (Pape)

ες, zusammengezogen statt τυμπανοειδής.