ὑπερθεματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
(a)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperthematizo
|Transliteration C=yperthematizo
|Beta Code=u(perqemati/zw
|Beta Code=u(perqemati/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">overbid, Gloss</b>., Dosith.p.431 K., Priscian. <b class="b2">de xii vers.Aen</b>.116 (p.486 K.).</span>
|Definition=[[overbid]], ''Glossaria'', Dosith.p.431 K., Priscian. de xii vers.Aen.116 (p.486 K.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1196.png Seite 1196]] überbieten, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1196.png Seite 1196]] überbieten, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑπερθεματίζω]] ΝΜ<br />[[προσφέρω]] την πιο υψηλή [[τιμή]] σε πλειστηριασμό, [[πλειοδοτώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[υπερβάλλω]], [[ξεπερνώ]], [[τονίζω]] [[ακόμη]] περισσότερο («ο κ. [[υπουργός]] εγκρίνει τις δηλώσεις τών υφισταμένων του και υπερθεματίζει»)<br /><b>μσν.</b><br />[[προχωρώ]] [[πέρα]] από το [[θέμα]], από την [[επαρχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η πρώτη, [[κοινή]] σημ. <span style="color: red;"><</span> [[ὑπέρθεμα]], -<i>ατος</i>. Για τη νεοελλ. σημ. <b>πρβλ.</b> [[αναθεματίζω]], ενώ η μσν. σημ. <span style="color: red;"><</span> [[θέμα]] «[[επαρχία]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερθεμᾰτίζω Medium diacritics: ὑπερθεματίζω Low diacritics: υπερθεματίζω Capitals: ΥΠΕΡΘΕΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: hyperthematízō Transliteration B: hyperthematizō Transliteration C: yperthematizo Beta Code: u(perqemati/zw

English (LSJ)

overbid, Glossaria, Dosith.p.431 K., Priscian. de xii vers.Aen.116 (p.486 K.).

German (Pape)

[Seite 1196] überbieten, Sp.

Greek Monolingual

ὑπερθεματίζω ΝΜ
προσφέρω την πιο υψηλή τιμή σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ
νεοελλ.
μτφ. υπερβάλλω, ξεπερνώ, τονίζω ακόμη περισσότερο («ο κ. υπουργός εγκρίνει τις δηλώσεις τών υφισταμένων του και υπερθεματίζει»)
μσν.
προχωρώ πέρα από το θέμα, από την επαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρώτη, κοινή σημ. < ὑπέρθεμα, -ατος. Για τη νεοελλ. σημ. πρβλ. αναθεματίζω, ενώ η μσν. σημ. < θέμα «επαρχία»].