εὐήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evinor
|Transliteration C=evinor
|Beta Code=eu)h/nwr
|Beta Code=eu)h/nwr
|Definition=Dor. εὐάνωρ [<b class="b3">ᾱ], ορος, ὁ, ἡ</b>, Hom. (only in Od.), prob. '<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the joy of men]]', φέρον δ' εὐήνορα οἶνον <span class="bibl">4.622</span>; φέρον δ' εὐήνορα χαλκόν <span class="bibl">13.19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> later, of communities, etc., [[well-manned]], [[abounding in brave men]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>1.24</span>, <span class="bibl">6.80</span>, etc.; λαός <span class="bibl">Id.<span class="title">N.</span>10.36</span>; [[ἵππος]], of the Trojan horse, <span class="bibl">Tryph.468</span>.</span>
|Definition=Dor. [[εὐάνωρ]] [ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, Hom. (only in Od.), prob. '<br><span class="bld">A</span> [[the joy of men]]', φέρον δ' εὐήνορα οἶνον 4.622; φέρον δ' εὐήνορα χαλκόν 13.19.<br><span class="bld">II</span> later, of communities, etc., [[well-manned]], [[abounding in brave men]], Pi.''O.''1.24, 6.80, etc.; λαός Id.''N.''10.36; [[ἵππος]], of the Trojan horse, Tryph.468.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> bon pour l'homme, qui convient à l'homme, viril;<br /><b>2</b> qui rend fort (vin).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀνήρ]].
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> [[bon pour l'homme]], [[qui convient à l'homme]], [[viril]];<br /><b>2</b> qui rend fort (vin).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀνήρ]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐήνωρ Medium diacritics: εὐήνωρ Low diacritics: ευήνωρ Capitals: ΕΥΗΝΩΡ
Transliteration A: euḗnōr Transliteration B: euēnōr Transliteration C: evinor Beta Code: eu)h/nwr

English (LSJ)

Dor. εὐάνωρ [ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, Hom. (only in Od.), prob. '
A the joy of men', φέρον δ' εὐήνορα οἶνον 4.622; φέρον δ' εὐήνορα χαλκόν 13.19.
II later, of communities, etc., well-manned, abounding in brave men, Pi.O.1.24, 6.80, etc.; λαός Id.N.10.36; ἵππος, of the Trojan horse, Tryph.468.

German (Pape)

[Seite 1067] ορος (ἀνήρ), gut für den Mann, mannhaft; χαλκός Od. 13, 19 (71, L. τὸν ἄνδρα εὖ τιθείς); οἶνος 4, 622, dem Manne zuträglich, od. ihn kräftigend (VLL, L. ὁ ἀνδρείαν ποιῶν); γάμων εὐήνωρ θεσμός Orph. Arg. 882, den Mann zierend; Hesych. erkl. εὐήνορα, ἀγαθά, λαμπρά. – Bei Pind. in dor. Form εὐάνωρ, mit guten, starken Männern, reich an guten Männern, wie εὔανδρος, Ἀρκαδία, Πέλοπος ἀποικία, Ol. 5, 80. 1, 24, λαός, Ἀχαρναί, N. 10, 36. 2, 17; so nennt Tryphiod. 468 das trojanische Pferd εὐήνωρ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
1 bon pour l'homme, qui convient à l'homme, viril;
2 qui rend fort (vin).
Étymologie: εὖ, ἀνήρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐήνωρ: дор. εὐάνωρ (ᾱ), ορος
1 мужественный (λαός Pind.);
2 подобающий мужам (χαλκός Hom.);
3 укрепляющий мужество (οἶνος Hom.);
4 изобилующий храбрецами (πόλις Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐήνωρ: Δωρ. εὐάνωρ ᾱ, ορος, ὁ, ἡ, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ὀδ.) ἐπὶ οἴνου, ὁ ἀνδρείας περιποιητικός, φέρον δ’ εὐήνορα οἶνον Δ. 622· ἐπὶ χαλκοῦ, ὁ κοσμῶν τὸν ἄνδρα, ὁ συντελῶν πρὸς ἀνδρείαν, καθότι ἐχρησίμευεν εἰς ὁπλοποιίαν, φέρον δ’ ευήνορα χαλκόν Ν. 19. ΙΙ. παρὰ Πινδ. ἐπὶ πόλεων, κτλ., ἔχουσα καλούς ἄνδρας, ἀφθονοῦσα εἰς γενναίους ἄνδρας, ὡς τὸ εὔανδρος, Ο. 1. 37, 6. 136, κτλ.· ἵππος εὐ., ὁ ἐγκλείων γενναίους ἄνδρας, ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Τρυφ. 468.

English (Autenrieth)

ορος (ἀνήρ): manly or ‘inspiring manliness,’ χαλκός, οἶνος, ν 1, Od. 4.622. (Od.)

Greek Monolingual

εὐήνωρ και δωρ. τ. εὐάνωρ, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που διεγείρει ή δυναμώνει τον άνδρα (α. «φέρον δ' εὐήνορα οἶνον» β. «φέρον δ' εὐήνορα χαλκόν», Ομ. Οδ.)
2. (για πόλη, χώρα κ.λπ.) εύανδρος («ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικία», Πίνδ.)
3. φρ. (για τον δούρειο ίππο με τους γενναίους πολεμιστές) «φυὴν εὐήνορος ἵππου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήνωρ, αρχαία μορφή του ανήρ ως β' συνθετικού (πρβλ. αγήνωρ, φθεισήνωρ)].

Greek Monotonic

εὐήνωρ: Δωρ. -άνωρ[ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που κοσμεί, στολίζει άνδρα, αυτός που ενισχύει τον άντρα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

man-exalting, glorious, Od.