ληπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=liptikos
|Transliteration C=liptikos
|Beta Code=lhptiko/s
|Beta Code=lhptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[disposed to accept]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1120b15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[assimilative]], opp. [[ἐκκριτικός]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ph.</span>243b14</span>.</span>
|Definition=ληπτική, ληπτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[disposed to accept]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1120b15.<br><span class="bld">II</span> [[assimilative]], opp. [[ἐκκριτικός]], Id.''Ph.''243b14.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληπτικός Medium diacritics: ληπτικός Low diacritics: ληπτικός Capitals: ΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: lēptikós Transliteration B: lēptikos Transliteration C: liptikos Beta Code: lhptiko/s

English (LSJ)

ληπτική, ληπτικόν,
A disposed to accept, Arist.EN1120b15.
II assimilative, opp. ἐκκριτικός, Id.Ph.243b14.

German (Pape)

[Seite 40] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem ἐλευθέριος, μήτε ληπτικὸν ὄντα μήτε φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui prend ou reçoit volontiers.
Étymologie: λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ληπτικός:
1 умеющий приобретать, стяжательный (μήτε λ. μήτε φυλακτικός Arst.);
2 вбирающий, втягивающий (τοῦ σῶματος ἢ ἐκκριτικαὶ ἢ ληπτικαὶ κινήσεις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ληπτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. ἀφομοιωτικός, ἀντίθετ. τῷ ἐκκριτικός, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.

Greek Monolingual

ληπτικός, -ή, -όν (Α) ληπτός
1. ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί κάτι
2. αφομοιωτικός, σε αντιδιαστολή προς τον εκκριτικό.

Greek Monotonic

ληπτικός: -ή, -όν (λαμβάνω), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ.

Middle Liddell

ληπτικός, ή, όν λαμβάνω
disposed to accept, Arist.