κελευστός: Difference between revisions
From LSJ
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kelefstos | |Transliteration C=kelefstos | ||
|Beta Code=keleusto/s | |Beta Code=keleusto/s | ||
|Definition= | |Definition=κελευστή, κελευστόν, [[ordered]], [[commanded]], Luc.''Vit.Auct.''8. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui reçoit un ordre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κελεύω]]. | |btext=ή, όν :<br />[[qui reçoit un ordre]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κελεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κελευστός -ή -όν [κελεύω] [[bevolen]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
κελευστή, κελευστόν, ordered, commanded, Luc.Vit.Auct.8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui reçoit un ordre.
Étymologie: adj. verb. de κελεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελευστός -ή -όν [κελεύω] bevolen.
Greek Monolingual
κελευστός, -ή, -όν (Α) κελεύω
αυτός που εκτελείται ύστερα από διαταγή, αυτός που γίνεται κατά παραγγελία («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ' ἑκούσιος», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
κελευστός: -ή, -όν (κελεύω), διατεταγμένος, προσταγμένος, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κελευστός: -ή, -όν, κελευσθείς, διαταχθείς, παραγγελθείς, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.