σιαλώδης: Difference between revisions
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sialodis | |Transliteration C=sialodis | ||
|Beta Code=sialw/dhs | |Beta Code=sialw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=σιαλῶδες, ([[σίαλον]])<br><span class="bld">A</span> [[like slaver]], [[slavering]], Hp.''Morb. Sacr.''5, D.P.791.<br><span class="bld">II</span> ([[σίαλος]]) [[fat]], σκυλάκια Hp.''Steril.''217. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σιαλώδης -ες [σίαλον, -είδης] [[slijmerig]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
σιαλῶδες, (σίαλον)
A like slaver, slavering, Hp.Morb. Sacr.5, D.P.791.
II (σίαλος) fat, σκυλάκια Hp.Steril.217.
German (Pape)
[Seite 877] ες, speichelartig, voll Speichel, Geifer, Sp.; – fettartig, fettig, schmalzig, χύλος, D. Per. 791.
Greek (Liddell-Scott)
σιᾰλώδης: -ες, (σίαλον) ὁ ὅμοιος πρὸς σίαλον, παράγον σίαλον, λιπαρός, Ἱππ. 304. 51, Διον. Π. 791. ΙΙ. (σίαλος) ὁ ὅμοιος μὲ πάχος, παχύς, Ἱππ. 678. 31.
Greek Monolingual
(I)
-ες / σιαλώδης, -ῶδες, ΝΑ σίαλον
αυτός που είναι όμοιος ως προς τη μορφή ή τη σύσταση με το σάλιο
2. γεμάτος σάλιο
3. αυτός που παράγει σάλιο.
(II)
-ῶδες, Α σίαλος (ΙΙ)]
ο όμοιος με πάχος, όμοιος με λίπος, λιπαρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιαλώδης -ες [σίαλον, -είδης] slijmerig.