στεροπηγερέτα: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=steropigereta
|Transliteration C=steropigereta
|Beta Code=sterophgere/ta
|Beta Code=sterophgere/ta
|Definition=ὁ, Ep. for [[Στεροπηγερέτης]], either (from [[ἀγείρω]], so Hsch., cf. [[ἀστεροπαγερέτας]], [[νεφεληγερέτα]]), [[he who gathers the lightning]], or (from [[ἐγείρω]]), [[who rouses the lightning]], Ζεύς <span class="bibl">Il.16.298</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>8.370</span>; Διὸς -έταο <span class="bibl">Q.S.2.164</span>. [ᾰ in nom., except by position.]
|Definition=ὁ, Ep. for [[Στεροπηγερέτης]], either (from [[ἀγείρω]], so [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], cf. [[ἀστεροπαγερέτας]], [[νεφεληγερέτα]]), [[he who gathers the lightning]], or (from [[ἐγείρω]]), [[who rouses the lightning]], Ζεύς Il.16.298, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 8.370; Διὸς -έταο Q.S.2.164. [ᾰ in nom., except by position.]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=(ὁ) :<br />l'assembleur d'éclairs.<br />'''Étymologie:''' [[στεροπή]], [[ἀγείρω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[νεφεληγερέτα]].
|btext=(ὁ) :<br />[[l'assembleur d'éclairs]].<br />'''Étymologie:''' [[στεροπή]], [[ἀγείρω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[νεφεληγερέτα]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) αυτός που συγκεντρώνει τις αστραπές ή αυτός που βάζει σε [[ενέργεια]] τις αστραπές («[[στεροπηγερέτα]] [[Ζευς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] συνθ. με α' συνθετικό το ουσ. [[στεροπή]] «[[αστραπή]]» και β' συνθετικό [[είτε]] το ρ. [[ἀγείρω]] (<b>πρβλ.</b> <i>νεφελ</i>-<i>ηγερέτα</i>) [[είτε]] το ρ. [[ἐγείρω]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Για τους επικούς τ. ονομαστικής σε -<i>ă</i> <b>βλ. λ.</b> [[νεφεληγερέτα]].
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) αυτός που συγκεντρώνει τις αστραπές ή αυτός που βάζει σε [[ενέργεια]] τις αστραπές («[[στεροπηγερέτα]] [[Ζευς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] συνθ. με α' συνθετικό το ουσ. [[στεροπή]] «[[αστραπή]]» και β' συνθετικό [[είτε]] το ρ. [[ἀγείρω]] ([[πρβλ]]. [[νεφεληγερέτα]]) [[είτε]] το ρ. [[ἐγείρω]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Για τους επικούς τ. ονομαστικής σε -<i>ă</i> <b>βλ. λ.</b> [[νεφεληγερέτα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στεροπηγερέτα, ὁ [στεροπή, ἀγείρω of ἐγείρω] verzamelaar van bliksemschichten of opwekker van bliksem, bliksemslingeraar, [[epithet]] [[van Zeus]].
|elnltext=στεροπηγερέτα, ὁ [στεροπή, ἀγείρω of ἐγείρω] verzamelaar van bliksemschichten of opwekker van bliksem, bliksemslingeraar, [[epithet]] [[van Zeus]].
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεροπηγερέτα Medium diacritics: στεροπηγερέτα Low diacritics: στεροπηγερέτα Capitals: ΣΤΕΡΟΠΗΓΕΡΕΤΑ
Transliteration A: steropēgeréta Transliteration B: steropēgereta Transliteration C: steropigereta Beta Code: sterophgere/ta

English (LSJ)

ὁ, Ep. for Στεροπηγερέτης, either (from ἀγείρω, so Hsch., cf. ἀστεροπαγερέτας, νεφεληγερέτα), he who gathers the lightning, or (from ἐγείρω), who rouses the lightning, Ζεύς Il.16.298, Nonn. D. 8.370; Διὸς -έταο Q.S.2.164. [ᾰ in nom., except by position.]

German (Pape)

[Seite 938] ὁ, statt στεροπηγερέτης, der Blitzeversammler, od. nach Andern von ἐγείρω, der Blitzaufreger, der den Blitz weckt, Il. 16, 298 u. sp. D., wie Qu. Sm. 2, 164, Nonn. D. 8, 246. – [Α, an sich kurz, wird durch Position lang.]

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
l'assembleur d'éclairs.
Étymologie: στεροπή, ἀγείρω.
Par. νεφεληγερέτα.

Russian (Dvoretsky)

στεροπηγερέτα:ἐγείρω молниеметатель, по по друг. ἀγείρω молниесобиратель (эпитет Зевса Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

στεροπηγερέτα: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ στεροπηγερέτης. ἢ (ἐκ τοῦ ἀγείρω, πρβλ. νεφεληγερέτα), ὁ συνάγων ἀστραπὰς ἢ (ἐκ τοῦ ἐγείρω) ὁ ἐξεγείρων τὴν ἀστραπήν, Ζεὺς Ἰλ. Π. 298, Κόϊντ. Σμ. 2. 164, Ἡσύχ. [ᾰ, εἰ μὴ θέσει μακρόν].

English (Autenrieth)

(if from ἐγείρω) waker of lightning, (if from ἀγείρω) gatherer of lightning, lightning-compeller, Il. 16.298†.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(επικ. τ.) αυτός που συγκεντρώνει τις αστραπές ή αυτός που βάζει σε ενέργεια τις αστραπές («στεροπηγερέτα Ζευς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό το ουσ. στεροπή «αστραπή» και β' συνθετικό είτε το ρ. ἀγείρω (πρβλ. νεφεληγερέτα) είτε το ρ. ἐγείρω. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για τους επικούς τ. ονομαστικής σε -ă βλ. λ. νεφεληγερέτα.

Greek Monotonic

στεροπηγερέτα: ὁ, Επικ. αντί στεροπηγερέτης, είτε (από ἀγείρω, πρβλ. νεφεληγερέτα), αυτός που συναθροίζει, συνάζει την αστραπή, είτε (από ἐγείρω), αυτός που εγείρει, που προκαλεί την αστραπή, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεροπηγερέτα, ὁ [στεροπή, ἀγείρω of ἐγείρω] verzamelaar van bliksemschichten of opwekker van bliksem, bliksemslingeraar, epithet van Zeus.