τρισάριθμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trisarithmos
|Transliteration C=trisarithmos
|Beta Code=trisa/riqmos
|Beta Code=trisa/riqmos
|Definition=[ᾰρ], ον, [[thrice numbered]], Orac. ap. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span>11</span>.
|Definition=[ᾰρ], ον, [[thrice numbered]], Orac. ap. Luc.''Alex.''11.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />triple.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ἀριθμός]].
|btext=ος, ον :<br />[[triple]].<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ἀριθμός]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τρισάριθμος &#91;[[τρίς]], [[ἀριθμός]]] [[driemaal geteld]].
|elnltext=τρισάριθμος &#91;[[τρίς]], [[ἀριθμός]]] [[driemaal geteld]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[dreimal]] [[gezählt]]</i>, [[εἰκάς]], Luc. <i>Alex</i>. 11.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΝΑ<br />τρείς («τρισάριθμοι μάρτυρες», Μηναί.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διατυπώνεται με τον αριθμό [[τρία]] («[[μονάδα]]... φρονεῖν μιᾷ καὶ ἑνιαίᾳ θεότητι... [[τριάδα]] δὲ... τῷ διαφόρῳ τῆς τρισαρίθμου προσωπικῆς ἑτερότητος», Σωφρόν.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει αριθμηθεί [[τρεις]] φορές («εἰκοσάδα τρισάριθμον», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀριθμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>άριθμος</i>)].
|mltxt=-ον, ΝΑ<br />τρείς («τρισάριθμοι μάρτυρες», Μηναί.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διατυπώνεται με τον αριθμό [[τρία]] («[[μονάδα]]... φρονεῖν μιᾷ καὶ ἑνιαίᾳ θεότητι... [[τριάδα]] δὲ... τῷ διαφόρῳ τῆς τρισαρίθμου προσωπικῆς ἑτερότητος», Σωφρόν.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει αριθμηθεί [[τρεις]] φορές («εἰκοσάδα τρισάριθμον», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀριθμός]] ([[πρβλ]]. [[πολυάριθμος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρισ-άριθμος, ον,<br />[[thrice]]-numbered, Orac. ap. Luc.
|mdlsjtxt=τρισ-άριθμος, ον,<br />[[thrice]]-numbered, Orac. ap. Luc.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[dreimal]] [[gezählt]]</i>, [[εἰκάς]], Luc. <i>Alex</i>. 11.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάριθμος Medium diacritics: τρισάριθμος Low diacritics: τρισάριθμος Capitals: ΤΡΙΣΑΡΙΘΜΟΣ
Transliteration A: trisárithmos Transliteration B: trisarithmos Transliteration C: trisarithmos Beta Code: trisa/riqmos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, thrice numbered, Orac. ap. Luc.Alex.11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
triple.
Étymologie: τρίς, ἀριθμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισάριθμος [τρίς, ἀριθμός] driemaal geteld.

German (Pape)

dreimal gezählt, εἰκάς, Luc. Alex. 11.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάριθμος: утроенный (εἰκοσάς Luc.).

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ
τρείς («τρισάριθμοι μάρτυρες», Μηναί.)
μσν.
αυτός που διατυπώνεται με τον αριθμό τρίαμονάδα... φρονεῖν μιᾷ καὶ ἑνιαίᾳ θεότητι... τριάδα δὲ... τῷ διαφόρῳ τῆς τρισαρίθμου προσωπικῆς ἑτερότητος», Σωφρόν.)
αρχ.
αυτός που έχει αριθμηθεί τρεις φορές («εἰκοσάδα τρισάριθμον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἀριθμός (πρβλ. πολυάριθμος)].

Greek Monotonic

τρισάριθμος: -ον, τρεις φορές αριθμημένος, σε Χρησμ. παρά Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάριθμος: -ον, τρὶς ἀριθμηθείς, εἰκοσάδα τρισάριθμον Χρησμ. ἐν Λουκ. Ἀλεξ. 11.

Middle Liddell

τρισ-άριθμος, ον,
thrice-numbered, Orac. ap. Luc.