δεκαρχία: Difference between revisions
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :<br" to "$1 $2 :<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dekarchia | |Transliteration C=dekarchia | ||
|Beta Code=dekarxi/a | |Beta Code=dekarxi/a | ||
|Definition=ἡ, = [[δεκαδαρχία]], | |Definition=ἡ, = [[δεκαδαρχία]], X.''HG''3.4.2, Isoc.4.110, al. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=δεκαρχία -ας, ἡ [δεκάρχης] regering van tien man (decemviraat). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = δεκαδαρχία, X.HG3.4.2, Isoc.4.110, al.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 decarquía, consejo de los diez de los gobiernos oligárquicos impuestos por Lisandro tras la guerra del Peloponeso, Isoc.4.110, X.HG 3.4.2, τυραννίδας ... κατέστησαν, ἃς προσεῖπον εὐφήμως δεκαρχίας Aristid.Or.26.47 (cf. δεκαδαρχία 1, δέκα I 2 c).
2 gener. gobierno oligárquico D.Chr.36.31, Str.17.3.25.
3 en Roma decenvirato, colegio de los decénviros D.C.Epit.7.18.5, 11.
4 decena, grupo de diez glos. a δεκάς Sch.Opp.H.1.443.
German (Pape)
[Seite 542] ἡ, = δεκαδαρχία, Xen. Hell. 3, 4, 2 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. gouvernement des Dix :
1 institué par Lysandre dans les cités d'Asie après la prise d'Athènes;
2 en Thessalie, sous l'autorité de Philippe de Macédoine;
II. à Rome décemvirat.
Étymologie: δεκάρχης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκαρχία -ας, ἡ [δεκάρχης] regering van tien man (decemviraat).
Russian (Dvoretsky)
δεκαρχία: ἡ Xen., Dem. = δεκαδαρχία.
Greek Monolingual
η (AM δεκαρχία) δεκάρχης
αρχή αποτελούμενη από δέκα άνδρες
νεοελλ.
1. το αξίωμα του δεκάρχου
2. ομάδα δέκα ανδρών
μσν.
ομάδα δέκα στρατιωτών
αρχ.
(στη Ρώμη) η δεκανδρία.
Greek Monotonic
δεκαρχία: ἡ, εξουσία, διακυβέρνηση δέκα ανδρών, αρχόντων, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαρχία: ἡ, = δεκαδαρχία, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 2, κτλ.
Middle Liddell
[from δεκάρχης
the government of ten, Xen.