αἰσχυντηρός: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aischyntiros | |Transliteration C=aischyntiros | ||
|Beta Code=ai)sxunthro/s | |Beta Code=ai)sxunthro/s | ||
|Definition=ά, όν, = [[αἰσχυντηλός]], in Comp., | |Definition=ά, όν, = [[αἰσχυντηλός]], in Comp., [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 487b. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ά, όν, = αἰσχυντηλός, in Comp., Pl.Grg. 487b.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
pudoroso, púdico, γυνή LXX Si.26.15, cf. Herm.Mand.6.2, Moer.α 55.
German (Pape)
= αἰσχυντηλός, Plat. Gorg. 487b im Kompar.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχυντηρός: Plat. = αἰσχυντηλός.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχυντηρός: αἰσχυντηλὸς ἐν τῷ συγκρ., πρβλ. Πλάτ. Γόργ. 487Β (ὑπάρχει ἀμφιβολία περὶ τοῦ τίς εἶναι ὁ Ἀττικώτερος τύπος Πίερσ. εἰς Μοῖριν, σ. 27).
Greek Monolingual
-ά, -όν (Α)
ο αισχυντηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < αἰσχύνω].
Greek Monotonic
αἰσχυντηρός: -ά, -όν = αἰσχυντηλός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
= αἰσχυντηλός, Plat.]