καταχρίω: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katachrio
|Transliteration C=katachrio
|Beta Code=kataxri/w
|Beta Code=kataxri/w
|Definition=[ῑ], [[anoint]], [[smear]], [[coat]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>625b31</span>; τέγη <span class="title">IG</span>11(2).203 <span class="title">A</span>54(Delos, iii B.C.); <b class="b3">τὰ τείχη τῆς σκηνῆς</b> ib.199 <span class="title">A</span>102 (ibid.); θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ex.</span>2.3</span>; πηλῷ πρόσωπον <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>9</span>; θρόνους ἀσβόλῳ <span class="bibl">Ael. <span class="title">VH</span>2.15</span>:—Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον <span class="bibl">Artem.4.41</span>:—Pass., Dsc.2.70; βολβίτῳ -κεχρισμένος <span class="bibl">M.Ant.3.3</span>; ἐλαίῳ κ. <span class="bibl">Ph.2.158</span>; [[κατακεχριμένα]], = οβλῐτα, <span class="title">Gloss.</span>
|Definition=[ῑ], [[anoint]], [[smear]], [[coat]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''625b31; τέγη ''IG''11(2).203 ''A''54(Delos, iii B.C.); <b class="b3">τὰ τείχη τῆς σκηνῆς</b> ib.199 ''A''102 (ibid.); θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ [[LXX]] ''Ex.''2.3; πηλῷ πρόσωπον Luc.''Anach.''9; θρόνους ἀσβόλῳ Ael. ''VH''2.15:—Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον Artem.4.41:—Pass., Dsc.2.70; βολβίτῳ -κεχρισμένος M.Ant.3.3; ἐλαίῳ κ. Ph.2.158; [[κατακεχριμένα]], = οβλῐτα, ''Glossaria''.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταχρίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χρίω]] [[κάτι]] εντελώς, [[επιστρώνω]], [[επαλείφω]] ως [[αλοιφή]] («ἑλαίῳ καταχρίεσθαι», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταχρίομαι</i><br />πασαλείβομαι, φτειασιδώνομαι, ψιμυθιώνομαι («καταχρίεσθαι τὸ [[πρόσωπον]] [[ὥσπερ]] αἱ γυναῑκες», Αρτεμίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρίω]] «[[επαλείφω]]»].
|mltxt=[[καταχρίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χρίω]] [[κάτι]] εντελώς, [[επιστρώνω]], [[επαλείφω]] ως [[αλοιφή]] («ἑλαίῳ καταχρίεσθαι», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταχρίομαι</i><br />πασαλείβομαι, φτειασιδώνομαι, ψιμυθιώνομαι («καταχρίεσθαι τὸ [[πρόσωπον]] [[ὥσπερ]] αἱ γυναῖκες», Αρτεμίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρίω]] «[[επαλείφω]]»].
}}
}}
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=[[rociar]] con vinagre ἐὰν εἴπῃς ἐπὶ σπάσματος ἢ συντρίμ<μ>ατος τὸ ὄνομα γʹ, καταχρίσας γῆν μετὰ ὄξους, ἀπαλλάξεις <b class="b3">si dices el nombre tres veces sobre una torcedura o fractura, habiendo rociado tierra con vinagre, la alejarás</b> P XIII 247  
|esmgtx=[[rociar]] con vinagre ἐὰν εἴπῃς ἐπὶ σπάσματος ἢ συντρίμ<μ>ατος τὸ ὄνομα γʹ, καταχρίσας γῆν μετὰ ὄξους, ἀπαλλάξεις <b class="b3">si dices el nombre tres veces sobre una torcedura o fractura, habiendo rociado tierra con vinagre, la alejarás</b> P XIII 247  
}}
}}

Latest revision as of 14:39, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχρίω Medium diacritics: καταχρίω Low diacritics: καταχρίω Capitals: ΚΑΤΑΧΡΙΩ
Transliteration A: katachríō Transliteration B: katachriō Transliteration C: katachrio Beta Code: kataxri/w

English (LSJ)

[ῑ], anoint, smear, coat, Arist.HA625b31; τέγη IG11(2).203 A54(Delos, iii B.C.); τὰ τείχη τῆς σκηνῆς ib.199 A102 (ibid.); θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ LXX Ex.2.3; πηλῷ πρόσωπον Luc.Anach.9; θρόνους ἀσβόλῳ Ael. VH2.15:—Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον Artem.4.41:—Pass., Dsc.2.70; βολβίτῳ -κεχρισμένος M.Ant.3.3; ἐλαίῳ κ. Ph.2.158; κατακεχριμένα, = οβλῐτα, Glossaria.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χρίω insmeren, zalven.

German (Pape)

(χρίω), bestreichen; τὸ πρόσωπον πηλῷ Luc. Anach. 9; bes. mit Salbe einreiben, LXX und Medic.; – τροφὴν τοῖς νεοττοῖς παραθεῖσαι καταχρίουσιν Arist. H.A. 9.40.

Russian (Dvoretsky)

καταχρίω: (ῑ) намазывать, натирать (τὴν τροφήν τινι Arst.; τὸ πρόσωπον πηλῷ Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

καταχρίω: ι: μέλλ. -ίσω, χρίω τι ἐντελῶς, ἐπαλείφω ὡς ἀλοιφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 35· τὰ ἡλκωμένα κατέχριε φαρμάκοις Γαλ.· τὸ πρόσωπον πηλῷ κ. Λουκ. Ἀνάχ. 9, κτλ.·- Μέσ., καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῖκες, ψιμυθιοῦσθαι, Ἀρτεμίδ. 4. 43 (41)· κατ. καὶ ἀπαλείφουσι τὸν πατέρα, μεταφορ., ἐπὶ τῆς φιλοσοφικῆς παιδεύσεως, Θεμίστ. 32, σ. 357Β.

Spanish

rociar

Greek Monolingual

καταχρίω (Α)
1. χρίω κάτι εντελώς, επιστρώνω, επαλείφω ως αλοιφή («ἑλαίῳ καταχρίεσθαι», Φίλ.)
2. μέσ. καταχρίομαι
πασαλείβομαι, φτειασιδώνομαι, ψιμυθιώνομαι («καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῖκες», Αρτεμίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρίω «επαλείφω»].

Léxico de magia

rociar con vinagre ἐὰν εἴπῃς ἐπὶ σπάσματος ἢ συντρίμ<μ>ατος τὸ ὄνομα γʹ, καταχρίσας γῆν μετὰ ὄξους, ἀπαλλάξεις si dices el nombre tres veces sobre una torcedura o fractura, habiendo rociado tierra con vinagre, la alejarás P XIII 247