ἁλιρραγής: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alirragis | |Transliteration C=alirragis | ||
|Beta Code=a(lirragh/s | |Beta Code=a(lirragh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἁλιρραγές, ([[ῥήγνυμι]]) [[against which the tide breaks]], σκόπελος ''AP''7.383 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />où se brise la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ῥήγνυμι]]. | |btext=ής, ές :<br />[[où se brise la mer]].<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ῥήγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 11:34, 25 August 2023
English (LSJ)
ἁλιρραγές, (ῥήγνυμι) against which the tide breaks, σκόπελος AP7.383 (Phil.).
Spanish (DGE)
(ἁλιρρᾰγής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
donde rompe el mar σκόπελος AP 7.383 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
où se brise la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ῥήγνυμι.
Greek Monolingual
ἁλιρραγής, -ές και ἁλίρρηκτος, -ον (Α)
αυτός που επάνω του σπάζουν τα κύματα της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ραγής < ἐρράγην, ῥήγνυμι «θραύω, σπάζω, συντρίβω» — ο τ. ἁλίρρηκτος < ἁλι- + ρηκτός < ῥήγνυμι.
Greek Monotonic
ἁλιρρᾰγής: -ές (ἅλς, ῥήγνυμι), αυτό πάνω στο οποίο ξεσπά η θάλασσα, σε Ανθ.
German (Pape)
ἁλιρραγεῖς σκόπελοι, meerbrechend, Philp. 67 (VII.383).
Russian (Dvoretsky)
ἁλιρρᾰγής: разбивающий (т. е. о который разбиваются) морские волны (σκόπελος Anth.).