οἰκείωμα: Difference between revisions
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oikeioma | |Transliteration C=oikeioma | ||
|Beta Code=oi)kei/wma | |Beta Code=oi)kei/wma | ||
|Definition=ατος, τό, in plural, < | |Definition=-ατος, τό, in plural,<br><span class="bld">A</span> [[private]] or [[family affairs]], Metrod.''Fr.''59.<br><span class="bld">2</span> [[affinity]], πρός τι Str.6.2.3.<br><span class="bld">3</span> [[special feature]], [[advantage]], Epicur. ''Sent.Vat.''41 (pl.), D.H.''Rh.''7.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, in plural,
A private or family affairs, Metrod.Fr.59.
2 affinity, πρός τι Str.6.2.3.
3 special feature, advantage, Epicur. Sent.Vat.41 (pl.), D.H.Rh.7.5.
German (Pape)
[Seite 299] τό, das Angeeignete, zum Freunde oder Verwandten Gewonnene, Verwandtschaft, D. Hal. rhet. 7, 5; übertr., τοιοῦτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον τὴν Αἰτναίαν σποδόν, Strab. 6, 2, 3.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 rapport de parenté ou d'amitié;
2 p. ext. rapport naturel, rapport de conformité.
Étymologie: οἰκειόω.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκείωμα: τό, συγγένεια, σχέσις, πρός τι Στράβ. 269. 2) ἰδιορρυθμία, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητορ. 7. 5.
Greek Monolingual
οἰκείωμα, τὸ (Α) οικειώ
1. σχέση συνάφειας με κάτι, ωφέλιμη επίδραση, χρήσιμη σχέση («τοιοῦτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον εἰκὸς τὴν Αἰτναίαν σποδόν», Στραβ.)
2. ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ιδιορρυθμία
3. στον πληθ. τὰ οἰκειώματα
οικογενειακή υπόθεση.
Greek Monotonic
οἰκείωμα: -ατος, τό, συγγένεια, φιλική σχέση, σε Στράβ.
Middle Liddell
οἰκείωμα, ατος, τό,
kindred, relationship, Strab.