λοιμώσσω: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=loimosso | |Transliteration C=loimosso | ||
|Beta Code=loimw/ssw | |Beta Code=loimw/ssw | ||
|Definition=Att. λοιμώττω, fut. -ξω, [[ | |Definition=Att. [[λοιμώττω]], fut. -ξω, to [[have the plague]], Gal.10.362, Luc.''Hist.Conscr.''15, ''Scyth.''2, Max.Tyr.41.4, Sch.Ar.''Pl.''627; also <b class="b3">ἐν λοιμώττοντι χωρίῳ</b> a [[plague]]-spot, Procl.''in Alc.''p.256 C. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
Att. λοιμώττω, fut. -ξω, to have the plague, Gal.10.362, Luc.Hist.Conscr.15, Scyth.2, Max.Tyr.41.4, Sch.Ar.Pl.627; also ἐν λοιμώττοντι χωρίῳ a plague-spot, Procl.in Alc.p.256 C.
French (Bailly abrégé)
être atteint de la peste.
Étymologie: λοιμός.
German (Pape)
att. λοιμώττω, an der Pest leiden, Luc. hist.conscr. 15 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
λοιμώσσω: атт. λοιμώττω быть пораженным чумой, быть зачумленным Luc.
Greek (Liddell-Scott)
λοιμώσσω: Ἀττ. -ττω: -ξω, ἔχω λοιμόν, πάσχω ἐκ λοιμοῦ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15, Σκυθ. 2· πρβλ. λιμώσω ἐκ τοῦ λιμός.
Greek Monolingual
λοιμώσσω, αττ.τ. λοιμώττω (Α) λοιμός
πάσχω από λοιμό («τῶν τειχῶν... ἐν οἷς οἱ τότε λοιμώξαντες ᾤκησαν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + επίθημα -ώσσω, δηλωτικό ρ. ασθένειας (πρβλ. λαιμώσσω, μαιμώσσω)].
Greek Monotonic
λοιμώσσω: Αττ. λοιμώττω, μέλ. λοιμώξω, μαστίζομαι από λοιμό, πάσχω από πανούκλα, σε Λουκ.